Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Η πρόβα (ΙI)

            Η Μαρουλίτα αποβιβάστηκε από το ταξί. Διέσχισε τρέχοντας το δρόμο πριν αλλάξει το φανάρι. Έσπρωξε την βαριά, σιδερένια πόρτα του θεάτρου, μπήκε και βάδισε γρήγορα προς τη σκηνή.
            Δεν υπήρχε κανείς. Κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν δέκα παρά πέντε. Σε πέντε λεπτά θα άρχιζε η πρόβα και ακόμα δεν είχαν πάει.
«Κώστα! Κώστα, είσαι εδώ;», φώναξε, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση.
Κανένα μέλος του θιάσου δε φημιζόταν για την ασυνέπεια του. Θα έπρεπε να βρίσκονταν ήδη εκεί.
Πήγε στο φουαγιέ. Ο μπάρμαν δεν ήξερε τίποτα. Ούτε για τον καφέ, ούτε για την πορτοκαλόπιτα, ούτε για τον Κώστα, ούτε για τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Η Μαρουλίτα άρχισε να πανικοβάλλεται. Άνοιξε το παλτό της, χαλάρωσε το κασκόλ της, περπατούσε σα χαμένη γυρνώντας γύρω από το ίδιο σημείο. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Έβγαλε το κινητό από την τσάντα, κάλεσε τον Κώστα. Το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο. Κάλεσε τη Μαρία, τη συμπρωταγωνίστρια της, αλλά:
«Ο συνδρομητής που καλείτε έχει πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο ή βρίσκεται εκτός δικτύου. Θα ενημερωθεί για την κλήση…», έκλεισε το τηλέφωνο.
Κάλεσε όλους όσων τα τηλέφωνα γνώριζε και όλοι είχαν τα κινητά τους απενεργοποιημένα. Τελευταία της ελπίδα ο Βελισσάριος:
«Έλα, τι έγινε;»
«Βελισσάριε, έχουμε πρόβλημα.»
«Κλαις; Τι συνέβη;»
«Τα παιδιά, Βελισσάριε…», προσπάθησε να του εξηγήσει με λυγμούς, «Ήρθα για την πρόβα και δεν είναι κανείς.»
«Ωραία, πώς κάνεις έτσι. Φύγε. Εσύ δεν είσαι που έλεγες ότι δε θα πατήσεις στην πρόβα και τα έβαλες με όλους μας;»
«Έλα, σταμάτα. Ξέρεις ότι αν δεν έχω πάρει πρωινό, δε θέλω πολλά – πολλά και είμαι κακοδιάθετη. Πες μου τώρα τι να κάνω;»
«Μήπως πήγες σε άλλο θέατρο;»
«Τι λες, μωρέ!»
«Πήρες τηλέφωνο τον Κώστα;»
«Τηλεφώνησα σε όλους και κανείς δεν απαντάει. Όλοι έχουν απενεργοποιημένα τα κινητά τους.»
«Έλα, ηρέμησε. Όλα καλά θα είναι. Πού είσαι τώρα;»
«Στο φουαγιέ.»
«Πήγαινε στο καμαρίνι σου να ετοιμαστείς και θα τους ψάξω κι εγώ.»
«Καλά, να με ειδοποιήσεις, εντάξει;»
«Ναι, ετοιμάσου εσύ και θα σου τηλεφωνήσω μόλις έχω νέα.»
«Εντάξει, θα περιμένω. Φιλάκια!»
            Η Μαρουλίτα έβαλε το κινητό στην τσάντα, σκούπισε τα δάκρυα της με ένα από τα αγαπημένα της εκρού χαρτομάντιλα που είχαν ανάγλυφο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και πλησίασε στο μπαρ. Ζήτησε ένα ποτήρι μεταλλικό νερό και χωρίς να ανταλλάξει κουβέντα με τον μπάρμαν, έμεινε για λίγο μέχρι να ηρεμήσει.
            Πρώτη φορά της το έκαναν αυτό και το μυαλό της πήγαινε στο χειρότερο. Όσο διάστημα συνεργαζόταν με τον ίδιο θίασο, αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ. Σηκώθηκε, πήρε μαζί της το ποτήρι με όσο νερό είχε απομείνει, την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς το καμαρίνι.
Όλα έμοιαζαν σα να τα βίωνε για πρώτη φορά. Πρώτη φορά δεν την περίμενε η πορτοκαλόπιτα που της είχε τάξει ο Κώστας, πρώτη φορά δεν έβρισκε κανέναν, πρώτη φορά το θέατρο της φαινόταν τόσο τρομακτικό μέσα στη σιωπή, πρώτη φορά κρύωνε στο χώρο που την αναζωογονούσε. Πέρασε δίπλα από παλαιά σκηνικά, τα οποία ήταν στερεωμένα στους τοίχους δεξιά και αριστερά του διαδρόμου, δεκάδες καλώδια σκορπισμένα, τα φώτα σβηστά και η μόνη πηγή φωτός, ο φακός του κινητού της. Το τόσο “έξυπνο κινητό” της που δεν μπορούσε να της απαντήσει στην απλή ερώτηση:
«Πού πήγαν όλοι;»
            Έφθασε στο καμαρίνι της. Άνοιξε την πόρτα. Σκοτάδι. Άναψε τα φώτα και:
«Έκπληξη!», φώναξαν όλοι μαζί.
Το ποτήρι, η τσάντα, το “έξυπνο” κινητό τής έπεσαν από τα χέρια και από την τρομάρα της άρχισε να ουρλιάζει.
Ο Κώστας κρατούσε την τούρτα, ο Βελισσάριος μια σύνθεση από τα αγαπημένα της λουλούδια. Όλοι τους ήταν εκεί. Είχαν στριμωχτεί ο ένας δίπλα στον άλλον για να της τραγουδήσουν:
«Να ζήσεις, Μαρουλίτα και χρόνια πολλά!
Μεγάλη να γίνεις με Όσκαρ πολλά!
Παντού να σκορπίζεις της νιότης το φως και όλοι να λένε:
ΝΑ ΜΙΑ ΤΡΑΝΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ!»

(Πηγή φωτογραφίας: http://www.imgrum.org/user/adalivitsanou)

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Η πρόβα (Ι)

            Ο επίμονος χτύπος του τηλεφώνου ξύπνησε τη Μαρουλίτα νωρίς το πρωί.
«Εμπρός.»
«Μαρουλίτα μου, επέστρεψες; Πού σε πετυχαίνω;»
«Τόσα χρόνια πίστευα πως είσαι κλισέ, από σήμερα πιστεύω πως είσαι και ανόητος. Μου τηλεφωνείς στο σταθερό του σπιτιού μου και σου απαντάω. Μάντεψε πού με πετυχαίνεις!»
«Καλημέρα και σε σένα, γλυκιά μου.»
«Βελισσάριε, τι θέλεις πρωί – πρωί;»
«Δεν πήρες το μήνυμά μου;»
«Όχι, εχθές επέστρεψα και δεν πρόλαβα να ελέγξω τίποτα.»
«Μου είπε ο Κώστας να σε ειδοποιήσω για τη σημερινή πρόβα.»
«Ε, εντάξει. Θα πάω. Τι ώρα θα γίνει;»
«Στις δέκα.»
«Μα, στις εννέα έχουν παράσταση, πώς θα μας δώσουν το θέατρο στις δέκα για πρόβα;»
«Δεν κατάλαβες. Η πρόβα θα γίνει στις δέκα το πρωί, δηλαδή σε μια ώρα.»
«Θα αστειεύεσαι. Την Κοκκινοσκουφίτσα θα ανεβάσουμε ή την Ηλέκτρα;»
«Ο σκηνοθέτης θα πετάξει για Κωνσταντινούπολη το απόγευμα και θέλει να κάνετε μια πρόβα πριν από την αναχώρηση του.»
«Ας πάει και στο Θιβέτ για διαλογισμό. Τι με νοιάζει εμένα; Πες του ότι η μόνη πρόβα που δέχομαι να κάνω τέτοια ώρα είναι με την ενδυματολόγο.»
«Κοίτα, Μαρουλίτα μου, αν όλοι πάνε στην πρόβα, δεν μπορείς να λείπεις εσύ.»
«Πόσα χρόνια είσαι ατζέντης μου, Βελισσάριε;»
«Έχω σταματήσει να τα μετράω.»
«Θα σου πω εγώ. Είκοσι. Είκοσι χρόνια και ακόμα να μάθεις τι επαγγέλλομαι; Δεν ξέρεις ότι η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο δεν είναι ντελάλης στη λαϊκή; Για να κάνω πρόβα στις δέκα, πρέπει να ξυπνήσω αξημέρωτα για να προλάβω να στρώσω τη φωνή μου. Πες του να την αναβάλει.»
«Θα προσπαθήσω να του μιλήσω. Αν, όμως πάνε οι άλλοι, δε θα το κάνει.»
«Ας πάνε, εγώ δεν έχω σκοπό να καταστρέψω τις φωνητικές μου χορδές. Ακούς εκεί, να ερμηνεύσω την Κλυταιμνήστρα στις δέκα το πρωί! Να με ακούσει ο Στράους να τρίζουν τα κόκκαλά του.»
«Εγώ πάντως σε ακούω μια χαρά και είναι μόνο εννέα.»
«Εσύ χρειάζεσαι ωτορινολαρυγγολόγο.»
«Καλά – καλά, θα κάνω μια προσπάθεια, αλλά δεν υπόσχομαι.»
Έκλεισαν το τηλέφωνο. Η Μαρουλίτα αποφάσισε να πάει μια βόλτα στα μαγαζιά. Κάθε φορά που εκνευριζόταν ήθελε να αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι σκουλαρίκια. Κανένα δεν της άρεσε από εκείνα που είχε και η μπιζουτιέρα της χρειαζόταν μια ανανέωση.
Πριν προλάβει να ετοιμαστεί, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά:
«Καλημέρα, Μαρουλίτα!»
«Καλημέρα, Κώστα.»
«Μου τηλεφώνησε ο Βελισσάριος και μου είπε ότι δε θα έρθεις στην πρόβα.»
«Σωστά.»
«Μπορώ να μάθω το λόγο;»
«Γιατί δεν είναι προετοιμασμένη η φωνή μου. Δε σου το εξήγησε;»
«Εσένα δε σου εξήγησε ότι έχω γυρίσματα στην Κωνσταντινούπολη για μια εβδομάδα και θέλω να κάνουμε μια πρόβα πριν από την αναχώρησή μου;»
«Με τι φωνή, αγαπητέ μου; Θέλεις να τραυματίσω τις φωνητικές μου χορδές και να μην καταφέρω να παίξω καθόλου;»
«Κανείς δε θα τραγουδήσει. Έχω κανονίσει με το χορογράφο να κάνουμε λίγο πρόβα την κίνηση και ίσως, λίγο το κείμενο σε πρόζα. Μην ανησυχείς, δε θα σας ταλαιπωρήσω. Θέλω μόνο να δω τις δυσκολίες για να τις δουλέψετε όσο θα λείπω.»
«Θα το σκεφτώ.»
«Σε μισή ώρα να είσαι στο θέατρο, θα σου έχω καφέ και πορτοκαλόπιτα.»
Ο Κώστας ήξερε ότι η αχίλλειος πτέρνα της ήταν η πορτοκαλόπιτα από το αγαπημένο της ζαχαροπλαστείο και κάθε φορά που δυσκολευόταν μαζί της, αυτή αποτελούσε το δόλωμα.
            Η Μαρουλίτα ντύθηκε, φόρεσε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από εκείνα που ήδη είχε στη συλλογή της και έφυγε, ελπίζοντας να προλάβει τον καφέ της αχνιστό και την πορτοκαλόπιτα με αρκετό σιρόπι και μια μπάλα παγωτού βανίλια στο πλάι.


(συνεχίζεται)

(Πηγή φωτογραφίας: sv.opera.se)

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Τα 2/4 του Swing

            Η πόρτα άνοιξε. Προσπαθούσε να σύρει τη βαλίτσα της μέσα στο διαμέρισμα. Ήταν αδύνατον. Μολονότι επέστρεψε με τα ίδια πράγματα με τα οποία έφυγε, η βαλίτσα της έκλεισε με δυσκολία και έγινε ασήκωτη. Την παράτησε στη μέση της εισόδου. Έβγαλε την κάπα της, κρέμασε το καπέλο στον καλόγερο, έβαλε ένα δίσκο να παίζει στο πικ – απ και υπό τους ρυθμούς του swing κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να ετοιμάσει ένα κοκτέιλ.
            Το αλκοόλ τη χαλάρωνε έπειτα από κάθε ταξίδι πραγματικό ή μη, εντός ή εκτός.
            Το Παρίσι. Υπέροχο! Στολισμένος ο Πύργος του Άιφελ με δεκάδες φωτάκια που έλαμπαν σα μικρές δροσοσταλίδες που έρεαν μέσα στη νύχτα κι εκείνη τα κοιτούσε από το παράθυρο του δωματίου της.
Φθάνοντας στο πολυτελές ξενοδοχείο εξοργίστηκε διαπιστώνοντας πόσα χρήματα είχε πληρώσει και εκείνο δεν άξιζε ούτε τα μισά. Το δωμάτιο με τους κόκκινους τοίχους, τον άθλιο εξαερισμό, δίχως στεγνωτήρα μαλλιών, δίχως ψυγείο και ένα θρασύτατο αχθοφόρο, ο οποίος άνοιξε την πόρτα και πέρασε πριν από εκείνη δήθεν για να της ανοίξει τις κουρτίνες και να απολαύσει τη θέα στο Σηκουάνα. Ω, μα τι ξεπεσμός!
            Το Παρίσι. Υπέροχο! Στολισμένος ο Πύργος του Άιφελ με δεκάδες φωτάκια που έλαμπαν σα μικρές δροσοσταλίδες που έρεαν μέσα στη νύχτα κι εκείνη τα κοιτούσε από το παράθυρο του κόκκινου δωματίου, με τον άθλιο εξαερισμό και τον Ζαν να κοιμάται στα σεντόνια της.
Γνωρίστηκαν εκείνο το βράδυ σε ένα πάρτι ενός μπαρ. Η Μαρουλίτα κουνούσε δειλά το κορμί της στους ρυθμούς του swing, κοιτάζοντας τα ζευγάρια στην πίστα. Πόδια, χέρια κινούνταν ρυθμικά και τα κορμιά ασπόνδυλα εκμεταλλεύονταν όλο το χώρο για να εξωτερικεύσουν την ενέργεια, την πρόκληση, τη χαρά του κεφιού.
Ένιωσε ένα χέρι να αγγίζει απαλά τον καρπό της. Στάθηκε μπροστά της. Εκείνη άφησε το ποτό.
«Μαντάμ…», την προσκάλεσε με ένα χειροφίλημα.
            Στη μέθη του χορού, η Μαρουλίτα ένιωθε τα τύμπανα να χτυπούν μέσα της. Λαχανιασμένη, πλησίασε τον μπάρμαν, ζήτησε ένα ποτήρι νερό και έβγαλε ένα τσιγάρο. Δεν ήταν καπνίστρια, ούτε είχε σκοπό να καπνίσει. Της άρεσε μόνο να το κρατάει, γιατί ένιωθε ερωτική κρατώντας το σαν μια ντίβα στο Σικάγο της δεκαετίας του 1930. Ένα αντρικό χέρι πρόβαλε, της το πήρε και το πέταξε στο πάτωμα.
«Μαντάμ, απαγορεύεται το κάπνισμα στο Παρίσι.», της ψιθύρισε στο αφτί.
            Ο Ζαν ήρθε το τελευταίο βράδυ. Μάλλον, θα ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο της πόλεως για εκείνη. Θα ήταν προσβολή να το επιστρέψει. Τον παρέσυρε στο κόκκινο δωμάτιο της και χάρηκε το δώρο της δίχως αναστολές. Μέχρι εκείνο το βράδυ δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο την αποκαλούν «Πόλη του Φωτός». Κατέληξε στο ότι μάλλον οι εραστές εκεί μοιάζουν με εκείνον και τα βράδια ο ουρανός γεμίζει πυροτεχνήματα.
            Επιστροφή στην Αθήνα. Το σουβενίρ της παρέμεινε πίσω. Ίσως ακόμα να απολαμβάνει τον ύπνο του στο κόκκινο δωμάτιο, ίσως να τον έχουν πετάξει έξω. Ίσως ο Πύργος του Άιφελ να έσβησε, ίσως να μην τη θυμάται σήμερα.
            Η Μαρουλίτα, όμως είχε επιστρέψει για νέες περιπέτειες αρχίζοντας από τη σημαντικότερη· την εύρεση ενός εθελοντή που θα βάλει την αποσκευή μέσα στο διαμέρισμα. Στο κτήριο ζούσαν ηλικιωμένοι και ένας φοιτητής που ποτέ κανείς δεν είχε συναντήσει, πάρα μόνον ως όνομα στο κουδούνι. Δεν υπήρχε ελπίδα. Άνοιξε τη βαλίτσα και άρχισε να βγάζει από μέσα τα ρούχα, πηγαίνοντας τα στο καλάθι των απλύτων. Λίγα ακόμα και θα έφθανε στο επιθυμητό βάρος, ώστε να μπορέσει να τη σηκώσει και να κλείσει επιτέλους η πόρτα του διαμερίσματος.
            Επιστρέφοντας, αντίκρυσε απέναντί της το ηλικιωμένο ζευγάρι που ζούσε στο διπλανό διαμέρισμα. Ο άνδρας κρατούσε το κοντό, κόκκινο, από δαντέλα, νυχτικό της και η γυναίκα του είχε μείνει άφωνη. Η Μαρουλίτα το πήρε από τα χέρια του φιλώντας τον στο μάγουλο. Το κόκκινο κραγιόν άφησε το αποτύπωμα των χειλιών της. Το προσέφερε στη γυναίκα του:
«Σας το χαρίζω. Να το χαρείτε απόψε.», έβαλε την αποσκευή μέσα στο διαμέρισμα, τους έκλεισε το μάτι και έπειτα την πόρτα.
            Κάθισε στον καναπέ της πίνοντας μερικές γουλιές από το κοκτέιλ της, ακούγοντας swing και απολαμβάνοντας την ηρεμία της.

[Φωτογραφία: Πίνακας "Swing Time Dancing Feet" της Renee Schneider

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Το τριαντάφυλλο πίσω από τον τοίχο

            Είχε ακουμπήσει την πλάτη της στον τοίχο. Εκείνο το κελί ήταν στενό, σκοτεινό… ασφυκτιούσε.
            Πλησίασε στα κάγκελα. Δεν έβλεπε κανέναν. Κάθισε στη γωνία σαν έμβρυο τρομαγμένο και το μόνο που ακουγόταν πού και πού από το διπλανό κελί ήταν βαριά βήματα. Εκείνος σιωπηλός, όμως εκείνη δεν άντεχε τη σιωπή.
«Κοιμάστε;»
Σιωπή.
«Με λένε Ρέα, εσάς;»
Σιωπή.
«Γιατί είστε εδώ;»
Σιωπή.
«Εμένα με έκλεισαν χωρίς να ξέρω το λόγο. Με καταδίκασαν – χωρίς να με καλέσουν στο δικαστήριο – και αποφάσισαν να με φυλακίσουν. Εσείς ήσασταν παρών… ή παρούσα – συγχωρήστε με, δεν ξέρω αν είστε άντρας ή γυναίκα. Βεβαίως, αν κρίνω από τα βήματα σας, μάλλον είστε άντρας. Λοιπόν, εσάς σας κάλεσαν στη δίκη σας;»
Σιωπή.
«Δε διέπραξα κανένα έγκλημα. Απλώς, αγαπούσα το Φαίδωνα. Τον αγαπώ ακόμα, δηλαδή. Ο Φαίδων, ξέρετε, είναι πολύ σημαντικός άνθρωπος. Όχι λόγω της κοινωνικής ή της επαγγελματικής του θέσεως. Όχι. Ο Φαίδων είναι σημαντικός, γιατί είναι μαγικός. Εσείς τον γνωρίζετε; Μα, τι ρωτάω; Από πού να τον γνωρίζετε.
            Ο Φαίδων κι εγώ γνωριστήκαμε πριν από χρόνια. Μας ένωσε κάτι μοιραίο. Το είδος της σχέσης που έχουμε είναι απροσδιόριστο. Δεν είναι συγγένεια, γιατί δεν έχουμε κοινή ρίζα. Δεν είναι φιλία, γιατί δεν κάνουμε όσα κάνουν οι φίλοι. Δεν είναι έρωτας, γιατί δεν είμαστε εραστές. Μάλλον, είναι κάτι εξωπραγματικό. Πέρα από όσα γνωρίζουν οι άνθρωποι. Λέτε για το λόγο αυτό να με καταδίκασαν; Είναι πολύ πιθανό. Ξέρετε, οι άνθρωποι ό,τι δεν έχουν ζήσει ή δεν κατανοούν, συνηθίζουν να το καταδικάζουν. Τραγικό. Τραγικό και παράλληλα, ανθρώπινο. Πώς να απαιτήσεις από κάποιον να καταλάβει κάτι που δεν ερμηνεύεται; Θα ήταν πράγματι παράλογο εκ μέρους μου να το τολμήσω. Εκείνοι, όμως γιατί το τόλμησαν; Εμένα, ξέρετε, μου λείπει ο Φαίδων.
Δεν μπορούσα να του θυμώσω. Ούτε καν τώρα. Είναι ανόητο να αναλωνόμαστε σε αρνητικά συναισθήματα. Δε λέω, ανθρώπινο είναι και αυτό, αλλά εξακολουθεί να είναι ανόητο.
Είναι στιγμές που κοιτάζω το ταβάνι και αναρωτιέμαι αν υπάρχει κανείς εκεί ψηλά που να μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη. Ωραία λέξη, ωραία έννοια… για το λεξικό, γιατί κατά τ’ άλλα το δίκαιο είναι με το μέρος εκείνου που πληρώνει.
Θα μπορούσα σήμερα να μην βρισκόμουν εδώ. Κι εσείς το ίδιο. Θα μπορούσαμε να τα λέγαμε σε ένα καφέ κάπου στο κέντρο της πόλεως σαν παλαιοί γνώριμοι. Τώρα ξερνάω τα σωθικά μου σε έναν τοίχο. Το πρόσωπό σας μού είναι άγνωστο. Ίσως έπειτα από χρόνια να βρεθούμε τυχαία σε ένα πάρκο. Να καθίσουμε στο ίδιο παγκάκι, να ανταλλάξουμε μια καλημέρα κι εσείς να με αναγνωρίσετε από τη φωνή μου και ίσως να μου χαμογελάσετε σαρκαστικά, να με χλευάσετε. Εγώ, από την άλλη, θα αγνοώ το λόγο για τον οποίο με αντιμετωπίζετε έτσι και θα προτιμήσω να φύγω. Η πρώτη μου σκέψη θα είναι να καλέσω το Φαίδωνα, να μοιραστώ μαζί του το υποτιμητικό συναίσθημα που ένιωσα στη συνάντηση μας και ο Φαίδων δε θα μου απαντάει, γιατί ίσως να θέλει να προστατευτεί από μένα.
Να δείτε που θα τσιγκουνεύτηκαν τα χρήματα για το δικηγόρο. Θα με υπερασπίστηκε κάποιος φοιτητάκος της Νομικής. Φουσκωμένος σα γαλοπούλα από εκείνες που η ζωή τους χαρίστηκε και βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους ανθρώπους. Αλήθεια, υπήρχε δικηγόρος υπεράσπισης; Ούτε αυτό έμαθα.
            Συχνά υπέφερα από ταλαντώσεις και ο Φαίδων ήταν πάντα δίπλα μου για να με βοηθήσει να ισορροπήσω. Άλλοτε πνιγόμουν και ο Φαίδων μού μάθαινε κολύμπι για να κρατιέμαι στην επιφάνεια και να καταφέρω να βγω στην ακτή. Άλλοτε πάλι, παραμέναμε σιωπηλοί και οι δυο, όμως ακούγαμε ο ένας τη φωνή του άλλου. Δεν μπορούσα να του κρυφτώ, ούτε καν όταν δε με έβλεπε. Μας ενώνει κάτι ιδιαίτερο και γι’ αυτό το ιδιαίτερο έπρεπε να με φυλακίσουν. Είναι ποινικό αδίκημα να αγαπάς κάποιον δίχως τίποτα να προσμένεις;»
            Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο εμφανίστηκε στα κάγκελα. Η Ρέα σηκώθηκε. Πλησίασε, άπλωσε το χέρι της για να το πάρει.
«Απλώς μας φυλάκισαν. Χωρίς να έχει προηγηθεί καμία δίκη.», της απάντησε ο Φαίδων από το διπλανό κελί.