Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Η πρόβα (Ι)

            Ο επίμονος χτύπος του τηλεφώνου ξύπνησε τη Μαρουλίτα νωρίς το πρωί.
«Εμπρός.»
«Μαρουλίτα μου, επέστρεψες; Πού σε πετυχαίνω;»
«Τόσα χρόνια πίστευα πως είσαι κλισέ, από σήμερα πιστεύω πως είσαι και ανόητος. Μου τηλεφωνείς στο σταθερό του σπιτιού μου και σου απαντάω. Μάντεψε πού με πετυχαίνεις!»
«Καλημέρα και σε σένα, γλυκιά μου.»
«Βελισσάριε, τι θέλεις πρωί – πρωί;»
«Δεν πήρες το μήνυμά μου;»
«Όχι, εχθές επέστρεψα και δεν πρόλαβα να ελέγξω τίποτα.»
«Μου είπε ο Κώστας να σε ειδοποιήσω για τη σημερινή πρόβα.»
«Ε, εντάξει. Θα πάω. Τι ώρα θα γίνει;»
«Στις δέκα.»
«Μα, στις εννέα έχουν παράσταση, πώς θα μας δώσουν το θέατρο στις δέκα για πρόβα;»
«Δεν κατάλαβες. Η πρόβα θα γίνει στις δέκα το πρωί, δηλαδή σε μια ώρα.»
«Θα αστειεύεσαι. Την Κοκκινοσκουφίτσα θα ανεβάσουμε ή την Ηλέκτρα;»
«Ο σκηνοθέτης θα πετάξει για Κωνσταντινούπολη το απόγευμα και θέλει να κάνετε μια πρόβα πριν από την αναχώρηση του.»
«Ας πάει και στο Θιβέτ για διαλογισμό. Τι με νοιάζει εμένα; Πες του ότι η μόνη πρόβα που δέχομαι να κάνω τέτοια ώρα είναι με την ενδυματολόγο.»
«Κοίτα, Μαρουλίτα μου, αν όλοι πάνε στην πρόβα, δεν μπορείς να λείπεις εσύ.»
«Πόσα χρόνια είσαι ατζέντης μου, Βελισσάριε;»
«Έχω σταματήσει να τα μετράω.»
«Θα σου πω εγώ. Είκοσι. Είκοσι χρόνια και ακόμα να μάθεις τι επαγγέλλομαι; Δεν ξέρεις ότι η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο δεν είναι ντελάλης στη λαϊκή; Για να κάνω πρόβα στις δέκα, πρέπει να ξυπνήσω αξημέρωτα για να προλάβω να στρώσω τη φωνή μου. Πες του να την αναβάλει.»
«Θα προσπαθήσω να του μιλήσω. Αν, όμως πάνε οι άλλοι, δε θα το κάνει.»
«Ας πάνε, εγώ δεν έχω σκοπό να καταστρέψω τις φωνητικές μου χορδές. Ακούς εκεί, να ερμηνεύσω την Κλυταιμνήστρα στις δέκα το πρωί! Να με ακούσει ο Στράους να τρίζουν τα κόκκαλά του.»
«Εγώ πάντως σε ακούω μια χαρά και είναι μόνο εννέα.»
«Εσύ χρειάζεσαι ωτορινολαρυγγολόγο.»
«Καλά – καλά, θα κάνω μια προσπάθεια, αλλά δεν υπόσχομαι.»
Έκλεισαν το τηλέφωνο. Η Μαρουλίτα αποφάσισε να πάει μια βόλτα στα μαγαζιά. Κάθε φορά που εκνευριζόταν ήθελε να αγοράσει ένα καινούργιο ζευγάρι σκουλαρίκια. Κανένα δεν της άρεσε από εκείνα που είχε και η μπιζουτιέρα της χρειαζόταν μια ανανέωση.
Πριν προλάβει να ετοιμαστεί, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά:
«Καλημέρα, Μαρουλίτα!»
«Καλημέρα, Κώστα.»
«Μου τηλεφώνησε ο Βελισσάριος και μου είπε ότι δε θα έρθεις στην πρόβα.»
«Σωστά.»
«Μπορώ να μάθω το λόγο;»
«Γιατί δεν είναι προετοιμασμένη η φωνή μου. Δε σου το εξήγησε;»
«Εσένα δε σου εξήγησε ότι έχω γυρίσματα στην Κωνσταντινούπολη για μια εβδομάδα και θέλω να κάνουμε μια πρόβα πριν από την αναχώρησή μου;»
«Με τι φωνή, αγαπητέ μου; Θέλεις να τραυματίσω τις φωνητικές μου χορδές και να μην καταφέρω να παίξω καθόλου;»
«Κανείς δε θα τραγουδήσει. Έχω κανονίσει με το χορογράφο να κάνουμε λίγο πρόβα την κίνηση και ίσως, λίγο το κείμενο σε πρόζα. Μην ανησυχείς, δε θα σας ταλαιπωρήσω. Θέλω μόνο να δω τις δυσκολίες για να τις δουλέψετε όσο θα λείπω.»
«Θα το σκεφτώ.»
«Σε μισή ώρα να είσαι στο θέατρο, θα σου έχω καφέ και πορτοκαλόπιτα.»
Ο Κώστας ήξερε ότι η αχίλλειος πτέρνα της ήταν η πορτοκαλόπιτα από το αγαπημένο της ζαχαροπλαστείο και κάθε φορά που δυσκολευόταν μαζί της, αυτή αποτελούσε το δόλωμα.
            Η Μαρουλίτα ντύθηκε, φόρεσε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από εκείνα που ήδη είχε στη συλλογή της και έφυγε, ελπίζοντας να προλάβει τον καφέ της αχνιστό και την πορτοκαλόπιτα με αρκετό σιρόπι και μια μπάλα παγωτού βανίλια στο πλάι.


(συνεχίζεται)

(Πηγή φωτογραφίας: sv.opera.se)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου