Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Στις Σταγόνες Της Βροχής [Μέρος ΙΙΙ]

            Κάθε αρχή, σχεδόν πάντα, είναι δύσκολη.
Η πρώτη μέρα της Ειρήνης ως αγρότισσα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αποτυχία. Τα πτηνά ήταν ατίθασα. Δεν μαζεύονταν εύκολα στο κοτέτσι παρά μόνο όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού και ακόμα και τότε υπήρχε εκείνη η γκρίζα χήνα που διατηρούσε τη σιλουέτα της και, την ώρα που όλες οι άλλες είχαν πέσει με τα μούτρα μέσα στις λεκάνες με τα πίτουρα και τα καλαμπόκια, σπρώχνοντας η μια την άλλη διεκδικώντας περισσότερο φαγητό, εκείνη επέλεγε να κάνει βόλτες δίπλα στη λίμνη κοιτάζοντας τις άλλες με υπεροψία. Η Ειρήνη κάθε μέρα αναθεμάτιζε την τύχη της που αυτή δε μαζευόταν με τίποτα και παρίστανε την όμορφη, τη χήνα fatale, κι όσο την κυνηγούσε, μια – μια από τις χορτάτες φίλες της ακολουθούσαν στη λίμνη.
Κουραζόταν και έκανε ένα μικρό διάλειμμα για να φροντίσει τα λουλούδια. Τουλάχιστον, εκείνα παρέμεναν ακίνητα και το μόνο που ζητούσαν ήταν λίγο νερό και να απαλλαγούν από τα ζιζάνια.
Όπου κι αν πήγαινε ένιωθε τα δυο καστανά μάτια του σκύλου να την ακολουθούν. Πρέπει να ήταν ο ορισμός του τεμπελόσκυλου. Για την ίδια ήταν η ιδανική σχέση σκύλου – ανθρώπου. Δεν τη γέμιζε με τρίχες και σάλια και δεν χρειαζόταν να τον πηγαίνει βόλτα πρωί, μεσημέρι, βράδυ, λες και ήταν αντιβίωση. Το μεγαλόσωμο τετράποδο δεν κουνιόταν από τη θέση του όλη την ημέρα. Καθόταν στο χαλάκι της εξώπορτας και πήγαινε λίγα μέτρα παραδίπλα, ως τη γωνία της βεράντας για να φάει και να πιεί νερό. Πού και πού τον έχανε, αλλά μόνο για λίγο, καθώς έπειτα έπρεπε να πάει με το φτυάρι να μαζέψει τα ίχνη που είχε αφήσει. Ήταν σίγουρη ότι το όνομά του άρχιζε από άλφα και κάθε μέρα τον φώναζε με διαφορετικό μέχρι να βρει το σωστό. Πότε τον αποκαλούσε Αζόρ, πότε Άρη, πότε Άλφι, πότε Άμλετ, πότε Αναστάση, πότε Αθανάσιο, Αχιλλέα, Αλέξανδρος, Αποστόλη και η λίστα δεν είχε τελειωμό.
Αργά το απόγευμα μαζευόταν στο σπίτι της, έκανε ένα ντους, έβαζε ένα δίσκο στο πικ – απ, λίγο λικέρ κουμκουάτ που της είχε στείλει η ξαδέλφη της από την Κέρκυρα και ζεστό νερό σε μια λεκάνη για να ξεκουράσει τα ταλαιπωρημένα από τις γαλότσες πόδια της.
Σχεδόν δέκα μέρες είχαν περάσει και η Ντίνα ακόμα δεν είχε επιστρέψει. Οι τρεις μέρες, έγιναν τέσσερεις, οι τέσσερεις – μια εβδομάδα και καθώς φαινόταν, θα έκλεινε και δεύτερη εβδομάδα μέσα στις γαλότσες, τα κοτέτσια και τις κοπριές.
Αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ακούστηκε ο σκύλος που αλυχτούσε χωρίς σταματημό. Χρειάστηκε χρόνο για να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν όνειρο. Έβγαλε τα πόδια της από τη λεκάνη κι έτσι με τα νερά φόρεσε τις παντόφλες, έριξε πάνω της ένα πανωφόρι που κρεμόταν στην κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα, άναψε τα φώτα της αυλής και βγήκε να δει τι συνέβη.
Ο σκύλος έτρεχε γύρω – γύρω στην αυλή και κοιτούσε επίμονα την μάντρα. Τόσες μέρες που πρόσεχε το σπίτι δεν τον είχε δει να έχει τόση ενέργεια. Τη γράπωσε από το νυχτικό και την τραβούσε. Πήρε το σκαλιστήρι που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο και τον ακολούθησε.
Η πόρτα του κοτετσιού ήταν ανοιχτή και έλειπε μια κότα, δυο άλλες ήταν σκοτωμένες απ’ έξω και η βασίλισσα του περιβολιού, η γκρίζα, μοιραία χήνα, είχε το φτερό της τραυματισμένο. Η Ειρήνη χάιδεψε τον σκύλο, τον ηρέμησε και πήγε στο σπίτι της να του φέρει μια λιχουδιά και το βαλιτσάκι του φαρμακείου για τη χήνα.
Όταν επέστρεψε ο σκύλος την περίμενε, του έδωσε τη λιχουδιά και έτρεξαν μαζί να σώσουν τη χήνα. Η Ειρήνη την πήρε στην αγκαλιά της και κάθισε στα σκαλοπάτια. Άνοιξε το βαλιτσάκι της. Το κεφάλι της ήταν πεσμένο στα γόνατά της και ανοιγόκλεινε το ράμφος της χωρίς να βγάζει κραυγές. Ακόμα κι εκείνη την ώρα ήθελε να ξεχωρίζει. Να φαίνεται η χήνα που τίποτα δεν την πτοεί. Ο σκύλος στεκόταν από πάνω και την παρακολουθούσε. Έδειχνε εμπιστοσύνη στην Ειρήνη, όμως ο ίδιος βρισκόταν σε εγρήγορση. Η ανησυχία του για το αν θα σώσουν το δύστυχο πλάσμα κορυφωνόταν όσο περνούσε η ώρα, τον έζωναν τα φίδια. Σηκώθηκε και πήγε πίσω από την πλάτη της Ειρήνης. Κάθισε και ακούμπησε το κεφάλι του στους ώμους της, την παρατηρούσε που καθάριζε τη φτερούγα από τα αίματα, την απολύμανε, την έδενε με επίδεσμο και ο σκύλος με το άγνωστο όνομα από «Α», κλαψούριζε δείχνοντας συμπαράσταση στην τραυματισμένη κοκέτα του περιβολιού. Ίσως, να πονούσε που δεν πρόλαβε να υπερασπιστεί εκείνη και τις άλλες δυο φίλες της.
Η Ειρήνη ακούμπησε το κεφάλι της στο δικό του:
«Μην ανησυχείς. Τη σώσαμε. Φοβήθηκε, γι’ αυτό δεν κουνιέται. Είναι καλά, μόνο το φτερό της έσπασε λιγάκι. Μην ανησυχείς, θα μείνω εδώ μέχρι να ξημερώσει και θα τη βοηθήσουμε να φάει και πιεί.»
            Ξημέρωσε για τα καλά. Ο ήλιος έλαμπε δυνατά και τότε φάνηκαν όλες οι ζημιές. Ένα κοτέτσι μπάχαλο, σπασμένα αβγά, και αίματα πάνω στο πυκνό τρίχωμα του σκύλου. Η Ειρήνη πανικοβλήθηκε και άρχισε να τον ψάχνει. Δεν είχε πληγή. Το αίμα ήταν ή του κλεφτοκοτά ή των πουλερικών. Τουλάχιστον, δεν ήταν δικό του.
            Ρόδες αυτοκινήτου ακούγονταν στον καρόδρομο. Σηκώθηκε για να δει ποιος ερχόταν. Ίσως να έπιαναν τα  χέρια του και να μπορούσε να τη βοηθήσει με την πόρτα του κοτετσιού. Όταν είδε το αυτοκίνητο, τα μαντάτα δεν ήταν καλά και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τα ξεστομίσει.
            Σταμάτησε έξω από την περίφραξη. Βγήκε πρώτα η Ντίνα. Άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και βοήθησε τον πεθερό της να αποβιβαστεί. Πλησίαζε κρατώντας τον από το μπράτσο. Από τη μια έβλεπε τα απομεινάρια και από την άλλη, στην είσοδο της πόρτας, η Ειρήνη στεκόταν όρθια με την χήνα στην αγκαλιά της και ο σκύλος έτρεξε να τους υποδεχτεί.
«Τι έγινε εδώ;»
«Εχθές το βράδυ, κάποιος μπήκε.»
«Παναγιά μου, μας άνοιξαν το σπίτι; Τα πήραν όλα;»
«Όχι, ηρέμησε. Μόνο στο κοτέτσι πήγαν. Ήταν κλεφτοκοτάδες. Ο Αζόρ τους κυνήγησε, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχαμε απώλειες.»
«Ποιος είναι ο Αζόρ;»
«Ο σκύλος σας.»
«Αμάν, ρε Ειρήνη, τόσα χρόνια δεν έχεις μάθει ακόμα ότι τον λένε Ζώη; Κάτσε να βάλω μέσα τον πεθερό μου να καθίσει και έρχομαι.»
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη της και κράτησε γερά και με τα δυο της χέρια τον ηλικιωμένο άντρα από τον αγκώνα:
«Έλα, πατέρα, προσεκτικά. Μη βιάζεσαι, σιγά – σιγά.»
Ο άντρας της φορτωμένος με τις βαλίτσες πλησίασε την ώρα που η Ντίνα έβγαινε από το σπίτι:
«Τι έγινε, εδώ;»
«Τι να γίνει; Μας νοικοκύρεψε πάλι η αλεπού. Σου είπα να βάλουμε παγίδες, δε με άκουγες.»
«Θα πάει και ο σκύλος και θα έχουμε άλλα, ρε γυναίκα, δεν το καταλαβαίνεις; Θα δω τι θα κάνω. Εσύ, γιατί κρατάς τη χήνα παραμάσχαλα;»
«Δεν την κρατάω παραμάσχαλα, αλλά αγκαλιά. Τραυματίστηκε στο φτερό και φοβήθηκε. Της το έδεσα, αλλά να την πάμε σε έναν κτηνίατρο να τη δει.»
«Σιγά μην της κλείσω και σουίτα σε κλινική.»
            Η Ειρήνη δεν πίστευε στα αφτιά της. Ήταν τα δικά τους ζώα και νόμιζε πως για να τα έχουν στο περιβόλι τους τόσο καιρό, κάτι ένιωθαν. Πώς να φροντίσεις ένα πλάσμα αν δεν το νοιάζεσαι; Δεν είχε ποτέ της ζώα και της φαινόταν εγωιστικό να τα μεγαλώνουν μόνο για όσα τους προσφέρουν.
            Αυτή η χήνα πλέον ήταν υπό τη δική της προστασία και δε θα την άφηνε να πεθάνει. Αποφάσισε να την πάει η ίδια στον κτηνίατρο. Την εξέτασε και της έδεσε σωστά το φτερό.
Η Ειρήνη κάθε μέρα πήγαινε στο κοτέτσι, την τάιζε, την έπαιρνε στην αγκαλιά της και τη φρόντιζε μέχρι να αρχίσει ξανά να περπατά με την υπεροψία στο βλέμμα της. Ο Αζόρ που τελικά λεγόταν Ζώης (επειδή τον είχαν σώσει από πνιγμό, όταν ήταν κουτάβι. Το είχαν βρει να προσπαθεί να βγει από την όχθη της λίμνης κολυμπώντας, αλλά εκείνο ήταν τόσο μικρό που ούτε να περπατήσει δεν ήξερε καλά – καλά. Το τράβηξαν έξω, το τάισαν και το κράτησαν. Μια που του έσωσαν τη ζωή, τον ονόμασαν Ζώη), τα απογεύματα πήγαινε επίσκεψη στην αυλή της Ειρήνης, για να πάρει τη λιχουδίτσα του και να της κάνει παρέα την ώρα που διάβαζε τα μυθιστορήματα κάτω από την κληματαριά. Καμιά φορά τα διάβαζε δυνατά, ο Ζώης αποκοιμιόταν και στην ησυχία του ηλιοβασιλέματος ακουγόταν το ροχαλητό του.
 
[Τέλος]


 

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Στις Σταγόνες Της Βροχής [Μέρος ΙΙ]

Πριν καλά – καλά προλάβει να ανοίξει την αυλόπορτα, είδε τη γειτόνισσα να χτυπά με το ένα χέρι την πόρτα και με το άλλο το κουδούνι επίμονα:
«Ειρήνη! Ειρήνη! Είσαι μέσα; Άνοιξέ μου!»
«Εδώ είμαι.», της απάντησε.
Η Ντίνα έτρεξε προς το μέρος της:
«Πώς έγινες έτσι; Μούσκεμα είσαι. Θα σου τα πω γρήγορα, μη σε καθυστερώ, να πας να αλλάξεις. Μην αρπάξεις και καμιά πούντα!»
«Τι έγινε;»
«Άστα, ο πεθερός μου έπαθε εγκεφαλικό και πρέπει να φύγουμε επειγόντως για Αθήνα.»
«Περαστικά.»
«Σε ευχαριστώ, Ειρήνη μου. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Θέλω, όμως μια χάρη. Θα ‘χεις το νου σου στο σπίτι όσο λείπουμε;»
«Δηλαδή τι να κάνω; Να το φυλάω μην μπει κανείς;»
«Όχι, έχουμε το σκύλο γι’ αυτό. Από σένα θέλω να ταΐζεις τα ζώα και να ποτίζεις στο περιβόλι και στον κήπο.»
«Από πού κι ως πού; Δεν έχω ιδέα από αυτά.»
«Δεν είναι τίποτα. Έλα, θα σου δείξω.»
            Η Ειρήνη δεν πρόλαβε ούτε το καρότσι με τα ψώνια να αφήσει και η Ντίνα την τραβολογούσε ως το σπίτι της. Η ξενάγηση άρχισε από τον κήπο, όπου της έδειξε που έχει τη σκούπα και το φαράσι για τις ακαθαρσίες του σκύλου, στο περιβόλι τής εξήγησε πώς να καθαρίζει το κοτέτσι, όπου έμεναν πάπιες, χήνες και κότες, της είπε κάθε πότε θέλουν πότισμα τα λουλούδια, τα λαχανικά και τα δέντρα, κι έπειτα, την οδήγησε στο αποθηκάκι για να της δείξει τις τροφές.
            Η Ειρήνη είχε ζαλιστεί με όλα αυτά που άκουγε και μύριζε. Εκείνη ήξερε να φροντίζει τα λουλούδια, μια που και η ίδια είχε στον κήπο της, αλλά δεν είχε καμία σχέση ούτε με ζώα, ούτε με κηπευτικά και ούτε ήθελε να αποκτήσει. Δεν είχε ονειρευτεί μια ζωή, στην οποία θα παρίστανε την κουβερνάντα τετράποδων ή φτερωτών όντων. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο χειρότερα ένιωθε. Αισθανόταν ίλιγγο και τάση προς έμετο.
«Δε γίνεται να τα αναλάβει κάποιος άλλος;»
«Δεν έχω κανέναν άλλον που να μένει δίπλα μας και να εμπιστεύομαι. Το κτήμα, τις αγελάδες και τις κατσίκες που έχουμε εκεί θα τα αναλάβει ο ξάδελφός μου. Πάει που πάει στο δικό του το χωράφι, θα πηγαίνει δίπλα και στο δικό μας. Εδώ, όμως, του είναι δύσκολο να ‘ρχεται. Είναι και λίγο μακριά, μέχρι να τελειώσει, να πάει σπίτι του, θα τον βρίσκει η νύχτα. Ε, όσο να πεις είναι κούραση. Οι άλλοι έχουν τα δικά τους χωράφια και ζωντανά. Σιγά, μην τους πάρει ο πόνος για τα δικά μας. Εσύ, όμως, θα μπορείς να πετάγεσαι. Μια πόρτα είμαστε.»
«Μου φαίνονται δύσκολα. Δε γίνεται να φύγει μόνο ο άντρας σου; Εξάλλου, δικός του πατέρας είναι. Θα είναι και η πεθερά σου εκεί, τι να κάνετε δέκα άνθρωποι. Πιστεύω πως ο άντρας σου και η μάνα του είναι υπεραρκετοί. Ας μη φέρνουμε την καταστροφή.»
«Μα, τι λες; Η πεθερά μου δεν πέθανε πριν από δυο χρόνια; Πώς θα τον φροντίσει από τον άλλον κόσμο; Το πολύ – πολύ να εμφανιστεί μπροστά του για να τον πάρει μαζί της… Παναγία μου, χτύπα ξύλο! Φτύσε τον κόρφο σου! Μια χαρά θα τα πας. Δεν είναι τίποτα.»
            Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα δεν είχε άλλη επιλογή. Πήρε το κλειδί του λουκέτου της μικρής αποθήκης, όπου βρίσκονταν τα σακιά με τις τροφές και πήγε στο σπίτι της. Τακτοποίησε τα ψώνια, άλλαξε ρούχα και προσπάθησε να καθαρίσει τα παπούτσια της που ήταν μέσα στη λάσπη και τη βρωμιά. Όση ώρα τα έτριβε, ένιωθε σαν τη Σταχτοπούτα που η κακιά μητριά την ανάγκαζε να καθαρίζει τα κοτέτσια, ως τιμωρία που ονειρεύτηκε ένα σουαρέ στο κάστρο του πρίγκιπα.
            Το απόγευμα του Σαββάτου κανονικά θα έκανε την προετοιμασία για το κυριακάτικο γεύμα της, όμως οι εξελίξεις της είχαν ρουφήξει κάθε διάθεση για χαρά. Το πρωί της Κυριακής θα ξυπνούσε αξημέρωτα για να ταΐσει τα πτηνά και τον σκύλο. Εκείνον τον σκύλο, το όνομα του οποίου δε θυμόταν ποτέ, δεν της έδινε καμία σημασία και εκείνη αδιαφορούσε για την ύπαρξή του. Τώρα, όμως δεν είχε και πολλά περιθώρια να αδιαφορήσει. Θα ήταν εφιαλτικό να τρέχει και από πίσω να την κυνηγούν τα πεινασμένα κοτόπουλα, οι πάπιες, οι χήνες και ο σκύλος που θα της έδειχνε τα δόντια του και θα την απειλούσε πως αν δεν του δώσει να φάει, θα την καταβροχθίσει, όπως ο κακός λύκος τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Τουλάχιστον, το πότισμα μετά την τόση βροχή δεν ήταν αναγκαίο. Μπορούσε να περιμένει ως τη Δευτέρα και κάπως, ήταν παρήγορο να έχει μια δουλειά λιγότερη κυριακάτικα.
            Άνοιξε το μπαούλο, όπου είχε φυλάξει κάτι παλιά ρούχα για να τα δώσει στην ενορία. Δεν πήγαινε συχνά στην Εκκλησία. Για την ακρίβεια, εκκλησιαζόταν όποτε πήγαινε και η πλειονότητα των χωριανών· Χριστούγεννα, Πάσχα, στις εθνικές εορτές και τον Δεκαπενταύγουστο. Παρόλ’ αυτά, της άρεσε να κάνει αγαθοεργίες και να προσφέρει στον συνάνθρωπο. Ήταν ένας έμμεσος τρόπος για εκείνη να σβήσει τις αμαρτίες της που ήταν κυρίως μικρές και ανούσιες, αλλά ο παπάς του χωριού ακόμα και τα μικρά, κατά συνθήκη ψεύδη, τα παρουσίαζε στους πιστούς του ως εγκλήματα και η ενοχή τους μεγάλωνε.
            Έβγαλε από το μπαούλο ένα τζιν παντελόνι, τα δυο βαμβακερά πουκάμισα και ένα αμπέχονο του πατέρα της. Ακόμα ο καιρός ήταν γλυκός – δεν έκανε κρύο, όμως νωρίς το πρωί πριν ακόμα βγει ο ήλιος, είχε λίγη ψύχρα και από το να ψάχνει τελευταία ώρα για ζεστά ρούχα, προτιμούσε να τα έχει έτοιμα αποβραδίς. Ήταν ένα κατάλοιπο της παιδικής της ηλικίας. Αποβραδίς έπρεπε να είναι έτοιμη η σχολική της τσάντα, αποβραδίς να είναι έτοιμα τα ρούχα της για να κερδίσει λίγο περισσότερο χρόνο ύπνου.
Αν και παλιά ρούχα, ήταν καθαρά και σιδερωμένα – πώς θα τα έδινε άλλωστε για τους φτωχούς;! Μόνο το παντελόνι τής ήταν στενό και έπρεπε να το μεταποιήσει. Βρήκε ένα ρετάλι, το γάζωσε στη μέση του πίσω μέρους και το φάρδυνε λιγάκι. Το επόμενο πρωί θα την έβρισκε έτοιμη για να ξεκινήσει τις εργασίες στα κοτέτσια.
            Η Ντίνα υπολόγιζε να επιστρέψει σε τρεις – τέσσερεις μέρες, όμως για την Ειρήνη το διάστημα αυτό τής φαινόταν σαν τρεις – τέσσερεις μήνες.

[…συνεχίζεται…]



Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Στις Σταγόνες Της Βροχής [Μέρος Ι]

Ένα σύννεφο σταμάτησε πάνω από το χωριό. Γκρίζο, θυμωμένο, νευρικό, σωστό θεριό!
Το πρωί, όταν άνοιξαν τα παράθυρα δεν περίμεναν να βρέξει. Μπουγάδες απλωμένες στις αυλές και κόσμος στα καφενεία. 
Ετοιμάστηκε να πάει στην αγορά. Το Σάββατο έκανε όλη την προετοιμασία για το τραπέζι της επόμενης μέρας, που έστρωνε το κεντημένο, μεταξωτό τραπεζομάντηλο και μαγείρευε κάτι καλό, συνήθως κρεατικό. Είχε από όλα το Κυριακάτικο τραπέζι· και ορεκτικά και δυο ειδών τυριά και για επιδόρπιο, συνήθως έφτιαχνε ραβανί ή καρυδόπιτα. Αν η γειτόνισσα, η οποία είχε δικά της ζωντανά, της έφερνε φρέσκο γάλα, καμιά φορά έφτιαχνε και γαλακτομπούρεκο. Πάντοτε υπήρχε στο τραπέζι ένα μπουκάλι καλό κρασί και το στόλιζε με λουλούδια και κηροπήγια. Μολονότι, γευμάτιζε μόνη, τίποτα δεν την απέτρεπε από το να κακομαθαίνει τον εαυτό της με τέτοιου είδους μικρές, λιγάκι πολυτελείς, συνήθειες.
Περπατούσε στην αγορά και χαιρετούσε τους πάντες. Δεν έκανε παρέα με κανέναν, όμως ένα γειά ήθελε να το λέει – αφενός, επειδή δεν της κόστιζε τίποτα και αφετέρου, επειδή την έκανε να νιώθει όμορφα που αντάλλαξε έστω και μια λέξη με τους συγχωριανούς της. Απεχθανόταν όλους εκείνους που επισκέπτονταν το χωριό μόνο τα τριήμερα ή για διακοπές κι, επειδή έμεναν στην πρωτεύουσα, ένιωθαν άνθρωποι ανώτερης κοινωνικής τάξεως και κοιτούσαν απαξιωτικά τους ντόπιους, με τους οποίους είχαν μεγαλώσει και κάποτε είχαν μοιραστεί στιγμές ή ακόμα κι ένα πιάτο φαΐ. Αυτή την ξινίλα στα πρόσωπα των ψευτοπρωτευουσιάνων δεν την άντεχε. Από φόβο να μην τους μοιάσει, δεν έφυγε ποτέ από το χωριό για περισσότερο από μια εβδομάδα και ήταν γενναιόδωρη με τα χαμόγελα και τις καλημέρες.
Η συμπάθεια, η αντιπάθεια ή γενικότερα, η γνώμη των κατοίκων του χωριού για την ίδια, δεν της ήταν γνωστή, αλλά από την  άλλη ούτε που την ένοιαζε. Μόλις έφθανε στο σπίτι της και η πόρτα έκλεινε πίσω της, ζούσε στο δικό της μικρόκοσμο, σαν μια κούκλα στο κουκλόσπιτο της που ασχολούταν με τα φλιτζανάκια της, τον κήπο και τα κεντήματά της. Ζούσε σε έναν μικρόκοσμο απαλλαγμένο από κουτσομπολιά, κριτικές και μικροψυχία.
Φόρεσε το κίτρινο φουστάνι με τα κεντημένα λευκά τριαντάφυλλα στο μπούστο και τη λευκή, πλεκτή της ζακέτα. Τράβηξε το καρότσι για τα ψώνια από την πίσω βεράντα, κράτησε σφιχτά στη χούφτα της το μικρό, κόκκινο πορτοφόλι της (είχε ακούσει πως σύμφωνα με το φένγκ σούι, το πορτοφόλι πρέπει να είναι κόκκινο για να γεμίζει χρήματα. Δεν πολυπίστευε σε αυτά, αλλά της άρεσε να ακολουθεί διάφορα μικρά χαζά τρικ για να μην πλήττει). Έβαψε τα χείλη της κόκκινα και με ελάχιστο κοκκινάδι που έβαλε στα ακροδάχτυλά της άλειψε ελαφρώς τα μάγουλά της ίσα – ίσα για να αποκτήσουν εκείνο το ροδαλό χρώμα της υγείας.
Μόλις έβγαινε από το φούρνο, το  σύννεφο αποφάσισε να ρίξει τις πρώτες ψιχάλες. Όλοι μιλούσαν για ένα ψιλόβροχο που θα διαρκούσε μερικά λεπτά κι έπειτα θα κόπαζε. Στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο, τυλιγμένη με τη ζακέτα της κάνοντας υπομονή μέχρι να σταματήσει.
Η ώρα περνούσε και όχι μόνο δεν κόπαζε, αλλά δυνάμωνε όλο και περισσότερο και το  μοναδικό φως που έφεγγε στο χωριό ήταν εκείνο των κεραυνών που ο ένας διαδεχόταν τον άλλον, λες και έτρεχαν σε σκυταλοδρομίες.
Η βροχή δυνάμωνε. Το καρότσι της παρέμενε σχεδόν άδειο – μόνο ένα καρβέλι ψωμί είχε προλάβει να αγοράσει. Θα έκανε υπομονή μέχρι να σταματήσει, αλλά από την άλλη, αν αυτό δε γινόταν σύντομα, δεν είχε όλη τη μέρα για χάσιμο. Η φουρνάρισσα την έβλεπε να στέκεται εκεί για αρκετή ώρα τυλιγμένη με το ζακετάκι της. Της πρότεινε να περιμένει μέσα ή έστω να της έδινε μια ομπρέλα που της περίσσευε στο μαγαζί για να μην γίνει μούσκεμα. Η γυναίκα με το κίτρινο φόρεμα, προτίμησε να πάρει την ομπρέλα. Θα της την επέστρεφε τη Δευτέρα που θα πήγαινε ξανά για να αγοράσει φρέσκο ψωμί και κουλουράκια πορτοκαλιού.
Σε κάθε νέα αρχή, είχε ένα μικρό δωράκι για τον εαυτό της. Κάθε Δευτέρα αγόραζε κουλουράκια ή μπισκότα βουτηγμένα στη σοκολάτα για να ξεκινήσει γλυκά η εβδομάδα, και τις πρωτομηνιές, άλλοτε αγόραζε ανθοδέσμες και άλλοτε – αν της το επέτρεπαν τα οικονομικά της – ένα κραγιονάκι. Κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι, μπορεί να μην έκανε ολοκληρωμένο μακιγιάζ, όμως δεν παρέλειπε να βάζει λίγο κραγιόν. Της έδινε ζωντάνια και τόνιζε τα χείλη της. Το δεύτερο το θεωρούσε σημαντικότερο. Η φωνή της ήταν πολύ λεπτή και χαμηλή· ίσα που ακουγόταν. Το κόκκινο, επειδή είναι ένα από τα χρώματα που εγκλωβίζουν το βλέμμα, πίστευε πως θα βοηθούσε στο να κοιτούν τα χείλη της και ακόμα κι αν δεν την άκουγαν, βλέποντας τά να ανοιγοκλείνουν, θα έκαναν τουλάχιστον μια προσπάθεια να καταλάβουν τι έλεγε. Αν πάλι της ζητούσαν να μιλήσει πιο δυνατά, εκείνη αναγκαζόταν να φωνάζει και στα δικά της αφτιά, φαινόταν σα να βγάζει υπέρηχους.
Κούμπωσε τη ζακέτα ως το τελευταίο κουμπί. Στο ένα χέρι κρατούσε το καρότσι και στο άλλο την ομπρέλα. Όπου έβρισκε υπόστεγο χωνόταν από κάτω σα μουσκεμένο γατί που γύρευε απάγκιο.
Αγόρασε όλα όσα είχε σημειώσει στη λίστα της. Κοίταξε τα παπούτσια της και ήταν γεμάτα λάσπες και πλημμυρισμένα από τα νερά. Αν δεν κατάφερνε να τα καθαρίσει, θα αναγκαζόταν να τα πετάξει και ήταν κρίμα, γιατί εκείνες οι γόβες τής προσέθεταν τέσσερα εκατοστά κομψότητας.
Καθώς επέστρεφε στο σπίτι, η βροχή σταμάτησε, όπως άρχισε, απότομα.

[…συνεχίζεται…]