Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Στις Σταγόνες Της Βροχής [Μέρος ΙΙΙ]

            Κάθε αρχή, σχεδόν πάντα, είναι δύσκολη.
Η πρώτη μέρα της Ειρήνης ως αγρότισσα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αποτυχία. Τα πτηνά ήταν ατίθασα. Δεν μαζεύονταν εύκολα στο κοτέτσι παρά μόνο όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού και ακόμα και τότε υπήρχε εκείνη η γκρίζα χήνα που διατηρούσε τη σιλουέτα της και, την ώρα που όλες οι άλλες είχαν πέσει με τα μούτρα μέσα στις λεκάνες με τα πίτουρα και τα καλαμπόκια, σπρώχνοντας η μια την άλλη διεκδικώντας περισσότερο φαγητό, εκείνη επέλεγε να κάνει βόλτες δίπλα στη λίμνη κοιτάζοντας τις άλλες με υπεροψία. Η Ειρήνη κάθε μέρα αναθεμάτιζε την τύχη της που αυτή δε μαζευόταν με τίποτα και παρίστανε την όμορφη, τη χήνα fatale, κι όσο την κυνηγούσε, μια – μια από τις χορτάτες φίλες της ακολουθούσαν στη λίμνη.
Κουραζόταν και έκανε ένα μικρό διάλειμμα για να φροντίσει τα λουλούδια. Τουλάχιστον, εκείνα παρέμεναν ακίνητα και το μόνο που ζητούσαν ήταν λίγο νερό και να απαλλαγούν από τα ζιζάνια.
Όπου κι αν πήγαινε ένιωθε τα δυο καστανά μάτια του σκύλου να την ακολουθούν. Πρέπει να ήταν ο ορισμός του τεμπελόσκυλου. Για την ίδια ήταν η ιδανική σχέση σκύλου – ανθρώπου. Δεν τη γέμιζε με τρίχες και σάλια και δεν χρειαζόταν να τον πηγαίνει βόλτα πρωί, μεσημέρι, βράδυ, λες και ήταν αντιβίωση. Το μεγαλόσωμο τετράποδο δεν κουνιόταν από τη θέση του όλη την ημέρα. Καθόταν στο χαλάκι της εξώπορτας και πήγαινε λίγα μέτρα παραδίπλα, ως τη γωνία της βεράντας για να φάει και να πιεί νερό. Πού και πού τον έχανε, αλλά μόνο για λίγο, καθώς έπειτα έπρεπε να πάει με το φτυάρι να μαζέψει τα ίχνη που είχε αφήσει. Ήταν σίγουρη ότι το όνομά του άρχιζε από άλφα και κάθε μέρα τον φώναζε με διαφορετικό μέχρι να βρει το σωστό. Πότε τον αποκαλούσε Αζόρ, πότε Άρη, πότε Άλφι, πότε Άμλετ, πότε Αναστάση, πότε Αθανάσιο, Αχιλλέα, Αλέξανδρος, Αποστόλη και η λίστα δεν είχε τελειωμό.
Αργά το απόγευμα μαζευόταν στο σπίτι της, έκανε ένα ντους, έβαζε ένα δίσκο στο πικ – απ, λίγο λικέρ κουμκουάτ που της είχε στείλει η ξαδέλφη της από την Κέρκυρα και ζεστό νερό σε μια λεκάνη για να ξεκουράσει τα ταλαιπωρημένα από τις γαλότσες πόδια της.
Σχεδόν δέκα μέρες είχαν περάσει και η Ντίνα ακόμα δεν είχε επιστρέψει. Οι τρεις μέρες, έγιναν τέσσερεις, οι τέσσερεις – μια εβδομάδα και καθώς φαινόταν, θα έκλεινε και δεύτερη εβδομάδα μέσα στις γαλότσες, τα κοτέτσια και τις κοπριές.
Αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ακούστηκε ο σκύλος που αλυχτούσε χωρίς σταματημό. Χρειάστηκε χρόνο για να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν όνειρο. Έβγαλε τα πόδια της από τη λεκάνη κι έτσι με τα νερά φόρεσε τις παντόφλες, έριξε πάνω της ένα πανωφόρι που κρεμόταν στην κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα, άναψε τα φώτα της αυλής και βγήκε να δει τι συνέβη.
Ο σκύλος έτρεχε γύρω – γύρω στην αυλή και κοιτούσε επίμονα την μάντρα. Τόσες μέρες που πρόσεχε το σπίτι δεν τον είχε δει να έχει τόση ενέργεια. Τη γράπωσε από το νυχτικό και την τραβούσε. Πήρε το σκαλιστήρι που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο και τον ακολούθησε.
Η πόρτα του κοτετσιού ήταν ανοιχτή και έλειπε μια κότα, δυο άλλες ήταν σκοτωμένες απ’ έξω και η βασίλισσα του περιβολιού, η γκρίζα, μοιραία χήνα, είχε το φτερό της τραυματισμένο. Η Ειρήνη χάιδεψε τον σκύλο, τον ηρέμησε και πήγε στο σπίτι της να του φέρει μια λιχουδιά και το βαλιτσάκι του φαρμακείου για τη χήνα.
Όταν επέστρεψε ο σκύλος την περίμενε, του έδωσε τη λιχουδιά και έτρεξαν μαζί να σώσουν τη χήνα. Η Ειρήνη την πήρε στην αγκαλιά της και κάθισε στα σκαλοπάτια. Άνοιξε το βαλιτσάκι της. Το κεφάλι της ήταν πεσμένο στα γόνατά της και ανοιγόκλεινε το ράμφος της χωρίς να βγάζει κραυγές. Ακόμα κι εκείνη την ώρα ήθελε να ξεχωρίζει. Να φαίνεται η χήνα που τίποτα δεν την πτοεί. Ο σκύλος στεκόταν από πάνω και την παρακολουθούσε. Έδειχνε εμπιστοσύνη στην Ειρήνη, όμως ο ίδιος βρισκόταν σε εγρήγορση. Η ανησυχία του για το αν θα σώσουν το δύστυχο πλάσμα κορυφωνόταν όσο περνούσε η ώρα, τον έζωναν τα φίδια. Σηκώθηκε και πήγε πίσω από την πλάτη της Ειρήνης. Κάθισε και ακούμπησε το κεφάλι του στους ώμους της, την παρατηρούσε που καθάριζε τη φτερούγα από τα αίματα, την απολύμανε, την έδενε με επίδεσμο και ο σκύλος με το άγνωστο όνομα από «Α», κλαψούριζε δείχνοντας συμπαράσταση στην τραυματισμένη κοκέτα του περιβολιού. Ίσως, να πονούσε που δεν πρόλαβε να υπερασπιστεί εκείνη και τις άλλες δυο φίλες της.
Η Ειρήνη ακούμπησε το κεφάλι της στο δικό του:
«Μην ανησυχείς. Τη σώσαμε. Φοβήθηκε, γι’ αυτό δεν κουνιέται. Είναι καλά, μόνο το φτερό της έσπασε λιγάκι. Μην ανησυχείς, θα μείνω εδώ μέχρι να ξημερώσει και θα τη βοηθήσουμε να φάει και πιεί.»
            Ξημέρωσε για τα καλά. Ο ήλιος έλαμπε δυνατά και τότε φάνηκαν όλες οι ζημιές. Ένα κοτέτσι μπάχαλο, σπασμένα αβγά, και αίματα πάνω στο πυκνό τρίχωμα του σκύλου. Η Ειρήνη πανικοβλήθηκε και άρχισε να τον ψάχνει. Δεν είχε πληγή. Το αίμα ήταν ή του κλεφτοκοτά ή των πουλερικών. Τουλάχιστον, δεν ήταν δικό του.
            Ρόδες αυτοκινήτου ακούγονταν στον καρόδρομο. Σηκώθηκε για να δει ποιος ερχόταν. Ίσως να έπιαναν τα  χέρια του και να μπορούσε να τη βοηθήσει με την πόρτα του κοτετσιού. Όταν είδε το αυτοκίνητο, τα μαντάτα δεν ήταν καλά και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τα ξεστομίσει.
            Σταμάτησε έξω από την περίφραξη. Βγήκε πρώτα η Ντίνα. Άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και βοήθησε τον πεθερό της να αποβιβαστεί. Πλησίαζε κρατώντας τον από το μπράτσο. Από τη μια έβλεπε τα απομεινάρια και από την άλλη, στην είσοδο της πόρτας, η Ειρήνη στεκόταν όρθια με την χήνα στην αγκαλιά της και ο σκύλος έτρεξε να τους υποδεχτεί.
«Τι έγινε εδώ;»
«Εχθές το βράδυ, κάποιος μπήκε.»
«Παναγιά μου, μας άνοιξαν το σπίτι; Τα πήραν όλα;»
«Όχι, ηρέμησε. Μόνο στο κοτέτσι πήγαν. Ήταν κλεφτοκοτάδες. Ο Αζόρ τους κυνήγησε, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχαμε απώλειες.»
«Ποιος είναι ο Αζόρ;»
«Ο σκύλος σας.»
«Αμάν, ρε Ειρήνη, τόσα χρόνια δεν έχεις μάθει ακόμα ότι τον λένε Ζώη; Κάτσε να βάλω μέσα τον πεθερό μου να καθίσει και έρχομαι.»
Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη της και κράτησε γερά και με τα δυο της χέρια τον ηλικιωμένο άντρα από τον αγκώνα:
«Έλα, πατέρα, προσεκτικά. Μη βιάζεσαι, σιγά – σιγά.»
Ο άντρας της φορτωμένος με τις βαλίτσες πλησίασε την ώρα που η Ντίνα έβγαινε από το σπίτι:
«Τι έγινε, εδώ;»
«Τι να γίνει; Μας νοικοκύρεψε πάλι η αλεπού. Σου είπα να βάλουμε παγίδες, δε με άκουγες.»
«Θα πάει και ο σκύλος και θα έχουμε άλλα, ρε γυναίκα, δεν το καταλαβαίνεις; Θα δω τι θα κάνω. Εσύ, γιατί κρατάς τη χήνα παραμάσχαλα;»
«Δεν την κρατάω παραμάσχαλα, αλλά αγκαλιά. Τραυματίστηκε στο φτερό και φοβήθηκε. Της το έδεσα, αλλά να την πάμε σε έναν κτηνίατρο να τη δει.»
«Σιγά μην της κλείσω και σουίτα σε κλινική.»
            Η Ειρήνη δεν πίστευε στα αφτιά της. Ήταν τα δικά τους ζώα και νόμιζε πως για να τα έχουν στο περιβόλι τους τόσο καιρό, κάτι ένιωθαν. Πώς να φροντίσεις ένα πλάσμα αν δεν το νοιάζεσαι; Δεν είχε ποτέ της ζώα και της φαινόταν εγωιστικό να τα μεγαλώνουν μόνο για όσα τους προσφέρουν.
            Αυτή η χήνα πλέον ήταν υπό τη δική της προστασία και δε θα την άφηνε να πεθάνει. Αποφάσισε να την πάει η ίδια στον κτηνίατρο. Την εξέτασε και της έδεσε σωστά το φτερό.
Η Ειρήνη κάθε μέρα πήγαινε στο κοτέτσι, την τάιζε, την έπαιρνε στην αγκαλιά της και τη φρόντιζε μέχρι να αρχίσει ξανά να περπατά με την υπεροψία στο βλέμμα της. Ο Αζόρ που τελικά λεγόταν Ζώης (επειδή τον είχαν σώσει από πνιγμό, όταν ήταν κουτάβι. Το είχαν βρει να προσπαθεί να βγει από την όχθη της λίμνης κολυμπώντας, αλλά εκείνο ήταν τόσο μικρό που ούτε να περπατήσει δεν ήξερε καλά – καλά. Το τράβηξαν έξω, το τάισαν και το κράτησαν. Μια που του έσωσαν τη ζωή, τον ονόμασαν Ζώη), τα απογεύματα πήγαινε επίσκεψη στην αυλή της Ειρήνης, για να πάρει τη λιχουδίτσα του και να της κάνει παρέα την ώρα που διάβαζε τα μυθιστορήματα κάτω από την κληματαριά. Καμιά φορά τα διάβαζε δυνατά, ο Ζώης αποκοιμιόταν και στην ησυχία του ηλιοβασιλέματος ακουγόταν το ροχαλητό του.
 
[Τέλος]


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου