Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

Στις Σταγόνες Της Βροχής [Μέρος ΙΙ]

Πριν καλά – καλά προλάβει να ανοίξει την αυλόπορτα, είδε τη γειτόνισσα να χτυπά με το ένα χέρι την πόρτα και με το άλλο το κουδούνι επίμονα:
«Ειρήνη! Ειρήνη! Είσαι μέσα; Άνοιξέ μου!»
«Εδώ είμαι.», της απάντησε.
Η Ντίνα έτρεξε προς το μέρος της:
«Πώς έγινες έτσι; Μούσκεμα είσαι. Θα σου τα πω γρήγορα, μη σε καθυστερώ, να πας να αλλάξεις. Μην αρπάξεις και καμιά πούντα!»
«Τι έγινε;»
«Άστα, ο πεθερός μου έπαθε εγκεφαλικό και πρέπει να φύγουμε επειγόντως για Αθήνα.»
«Περαστικά.»
«Σε ευχαριστώ, Ειρήνη μου. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Θέλω, όμως μια χάρη. Θα ‘χεις το νου σου στο σπίτι όσο λείπουμε;»
«Δηλαδή τι να κάνω; Να το φυλάω μην μπει κανείς;»
«Όχι, έχουμε το σκύλο γι’ αυτό. Από σένα θέλω να ταΐζεις τα ζώα και να ποτίζεις στο περιβόλι και στον κήπο.»
«Από πού κι ως πού; Δεν έχω ιδέα από αυτά.»
«Δεν είναι τίποτα. Έλα, θα σου δείξω.»
            Η Ειρήνη δεν πρόλαβε ούτε το καρότσι με τα ψώνια να αφήσει και η Ντίνα την τραβολογούσε ως το σπίτι της. Η ξενάγηση άρχισε από τον κήπο, όπου της έδειξε που έχει τη σκούπα και το φαράσι για τις ακαθαρσίες του σκύλου, στο περιβόλι τής εξήγησε πώς να καθαρίζει το κοτέτσι, όπου έμεναν πάπιες, χήνες και κότες, της είπε κάθε πότε θέλουν πότισμα τα λουλούδια, τα λαχανικά και τα δέντρα, κι έπειτα, την οδήγησε στο αποθηκάκι για να της δείξει τις τροφές.
            Η Ειρήνη είχε ζαλιστεί με όλα αυτά που άκουγε και μύριζε. Εκείνη ήξερε να φροντίζει τα λουλούδια, μια που και η ίδια είχε στον κήπο της, αλλά δεν είχε καμία σχέση ούτε με ζώα, ούτε με κηπευτικά και ούτε ήθελε να αποκτήσει. Δεν είχε ονειρευτεί μια ζωή, στην οποία θα παρίστανε την κουβερνάντα τετράποδων ή φτερωτών όντων. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο χειρότερα ένιωθε. Αισθανόταν ίλιγγο και τάση προς έμετο.
«Δε γίνεται να τα αναλάβει κάποιος άλλος;»
«Δεν έχω κανέναν άλλον που να μένει δίπλα μας και να εμπιστεύομαι. Το κτήμα, τις αγελάδες και τις κατσίκες που έχουμε εκεί θα τα αναλάβει ο ξάδελφός μου. Πάει που πάει στο δικό του το χωράφι, θα πηγαίνει δίπλα και στο δικό μας. Εδώ, όμως, του είναι δύσκολο να ‘ρχεται. Είναι και λίγο μακριά, μέχρι να τελειώσει, να πάει σπίτι του, θα τον βρίσκει η νύχτα. Ε, όσο να πεις είναι κούραση. Οι άλλοι έχουν τα δικά τους χωράφια και ζωντανά. Σιγά, μην τους πάρει ο πόνος για τα δικά μας. Εσύ, όμως, θα μπορείς να πετάγεσαι. Μια πόρτα είμαστε.»
«Μου φαίνονται δύσκολα. Δε γίνεται να φύγει μόνο ο άντρας σου; Εξάλλου, δικός του πατέρας είναι. Θα είναι και η πεθερά σου εκεί, τι να κάνετε δέκα άνθρωποι. Πιστεύω πως ο άντρας σου και η μάνα του είναι υπεραρκετοί. Ας μη φέρνουμε την καταστροφή.»
«Μα, τι λες; Η πεθερά μου δεν πέθανε πριν από δυο χρόνια; Πώς θα τον φροντίσει από τον άλλον κόσμο; Το πολύ – πολύ να εμφανιστεί μπροστά του για να τον πάρει μαζί της… Παναγία μου, χτύπα ξύλο! Φτύσε τον κόρφο σου! Μια χαρά θα τα πας. Δεν είναι τίποτα.»
            Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα δεν είχε άλλη επιλογή. Πήρε το κλειδί του λουκέτου της μικρής αποθήκης, όπου βρίσκονταν τα σακιά με τις τροφές και πήγε στο σπίτι της. Τακτοποίησε τα ψώνια, άλλαξε ρούχα και προσπάθησε να καθαρίσει τα παπούτσια της που ήταν μέσα στη λάσπη και τη βρωμιά. Όση ώρα τα έτριβε, ένιωθε σαν τη Σταχτοπούτα που η κακιά μητριά την ανάγκαζε να καθαρίζει τα κοτέτσια, ως τιμωρία που ονειρεύτηκε ένα σουαρέ στο κάστρο του πρίγκιπα.
            Το απόγευμα του Σαββάτου κανονικά θα έκανε την προετοιμασία για το κυριακάτικο γεύμα της, όμως οι εξελίξεις της είχαν ρουφήξει κάθε διάθεση για χαρά. Το πρωί της Κυριακής θα ξυπνούσε αξημέρωτα για να ταΐσει τα πτηνά και τον σκύλο. Εκείνον τον σκύλο, το όνομα του οποίου δε θυμόταν ποτέ, δεν της έδινε καμία σημασία και εκείνη αδιαφορούσε για την ύπαρξή του. Τώρα, όμως δεν είχε και πολλά περιθώρια να αδιαφορήσει. Θα ήταν εφιαλτικό να τρέχει και από πίσω να την κυνηγούν τα πεινασμένα κοτόπουλα, οι πάπιες, οι χήνες και ο σκύλος που θα της έδειχνε τα δόντια του και θα την απειλούσε πως αν δεν του δώσει να φάει, θα την καταβροχθίσει, όπως ο κακός λύκος τη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. Τουλάχιστον, το πότισμα μετά την τόση βροχή δεν ήταν αναγκαίο. Μπορούσε να περιμένει ως τη Δευτέρα και κάπως, ήταν παρήγορο να έχει μια δουλειά λιγότερη κυριακάτικα.
            Άνοιξε το μπαούλο, όπου είχε φυλάξει κάτι παλιά ρούχα για να τα δώσει στην ενορία. Δεν πήγαινε συχνά στην Εκκλησία. Για την ακρίβεια, εκκλησιαζόταν όποτε πήγαινε και η πλειονότητα των χωριανών· Χριστούγεννα, Πάσχα, στις εθνικές εορτές και τον Δεκαπενταύγουστο. Παρόλ’ αυτά, της άρεσε να κάνει αγαθοεργίες και να προσφέρει στον συνάνθρωπο. Ήταν ένας έμμεσος τρόπος για εκείνη να σβήσει τις αμαρτίες της που ήταν κυρίως μικρές και ανούσιες, αλλά ο παπάς του χωριού ακόμα και τα μικρά, κατά συνθήκη ψεύδη, τα παρουσίαζε στους πιστούς του ως εγκλήματα και η ενοχή τους μεγάλωνε.
            Έβγαλε από το μπαούλο ένα τζιν παντελόνι, τα δυο βαμβακερά πουκάμισα και ένα αμπέχονο του πατέρα της. Ακόμα ο καιρός ήταν γλυκός – δεν έκανε κρύο, όμως νωρίς το πρωί πριν ακόμα βγει ο ήλιος, είχε λίγη ψύχρα και από το να ψάχνει τελευταία ώρα για ζεστά ρούχα, προτιμούσε να τα έχει έτοιμα αποβραδίς. Ήταν ένα κατάλοιπο της παιδικής της ηλικίας. Αποβραδίς έπρεπε να είναι έτοιμη η σχολική της τσάντα, αποβραδίς να είναι έτοιμα τα ρούχα της για να κερδίσει λίγο περισσότερο χρόνο ύπνου.
Αν και παλιά ρούχα, ήταν καθαρά και σιδερωμένα – πώς θα τα έδινε άλλωστε για τους φτωχούς;! Μόνο το παντελόνι τής ήταν στενό και έπρεπε να το μεταποιήσει. Βρήκε ένα ρετάλι, το γάζωσε στη μέση του πίσω μέρους και το φάρδυνε λιγάκι. Το επόμενο πρωί θα την έβρισκε έτοιμη για να ξεκινήσει τις εργασίες στα κοτέτσια.
            Η Ντίνα υπολόγιζε να επιστρέψει σε τρεις – τέσσερεις μέρες, όμως για την Ειρήνη το διάστημα αυτό τής φαινόταν σαν τρεις – τέσσερεις μήνες.

[…συνεχίζεται…]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου