Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Στις Σταγόνες Της Βροχής [Μέρος Ι]

Ένα σύννεφο σταμάτησε πάνω από το χωριό. Γκρίζο, θυμωμένο, νευρικό, σωστό θεριό!
Το πρωί, όταν άνοιξαν τα παράθυρα δεν περίμεναν να βρέξει. Μπουγάδες απλωμένες στις αυλές και κόσμος στα καφενεία. 
Ετοιμάστηκε να πάει στην αγορά. Το Σάββατο έκανε όλη την προετοιμασία για το τραπέζι της επόμενης μέρας, που έστρωνε το κεντημένο, μεταξωτό τραπεζομάντηλο και μαγείρευε κάτι καλό, συνήθως κρεατικό. Είχε από όλα το Κυριακάτικο τραπέζι· και ορεκτικά και δυο ειδών τυριά και για επιδόρπιο, συνήθως έφτιαχνε ραβανί ή καρυδόπιτα. Αν η γειτόνισσα, η οποία είχε δικά της ζωντανά, της έφερνε φρέσκο γάλα, καμιά φορά έφτιαχνε και γαλακτομπούρεκο. Πάντοτε υπήρχε στο τραπέζι ένα μπουκάλι καλό κρασί και το στόλιζε με λουλούδια και κηροπήγια. Μολονότι, γευμάτιζε μόνη, τίποτα δεν την απέτρεπε από το να κακομαθαίνει τον εαυτό της με τέτοιου είδους μικρές, λιγάκι πολυτελείς, συνήθειες.
Περπατούσε στην αγορά και χαιρετούσε τους πάντες. Δεν έκανε παρέα με κανέναν, όμως ένα γειά ήθελε να το λέει – αφενός, επειδή δεν της κόστιζε τίποτα και αφετέρου, επειδή την έκανε να νιώθει όμορφα που αντάλλαξε έστω και μια λέξη με τους συγχωριανούς της. Απεχθανόταν όλους εκείνους που επισκέπτονταν το χωριό μόνο τα τριήμερα ή για διακοπές κι, επειδή έμεναν στην πρωτεύουσα, ένιωθαν άνθρωποι ανώτερης κοινωνικής τάξεως και κοιτούσαν απαξιωτικά τους ντόπιους, με τους οποίους είχαν μεγαλώσει και κάποτε είχαν μοιραστεί στιγμές ή ακόμα κι ένα πιάτο φαΐ. Αυτή την ξινίλα στα πρόσωπα των ψευτοπρωτευουσιάνων δεν την άντεχε. Από φόβο να μην τους μοιάσει, δεν έφυγε ποτέ από το χωριό για περισσότερο από μια εβδομάδα και ήταν γενναιόδωρη με τα χαμόγελα και τις καλημέρες.
Η συμπάθεια, η αντιπάθεια ή γενικότερα, η γνώμη των κατοίκων του χωριού για την ίδια, δεν της ήταν γνωστή, αλλά από την  άλλη ούτε που την ένοιαζε. Μόλις έφθανε στο σπίτι της και η πόρτα έκλεινε πίσω της, ζούσε στο δικό της μικρόκοσμο, σαν μια κούκλα στο κουκλόσπιτο της που ασχολούταν με τα φλιτζανάκια της, τον κήπο και τα κεντήματά της. Ζούσε σε έναν μικρόκοσμο απαλλαγμένο από κουτσομπολιά, κριτικές και μικροψυχία.
Φόρεσε το κίτρινο φουστάνι με τα κεντημένα λευκά τριαντάφυλλα στο μπούστο και τη λευκή, πλεκτή της ζακέτα. Τράβηξε το καρότσι για τα ψώνια από την πίσω βεράντα, κράτησε σφιχτά στη χούφτα της το μικρό, κόκκινο πορτοφόλι της (είχε ακούσει πως σύμφωνα με το φένγκ σούι, το πορτοφόλι πρέπει να είναι κόκκινο για να γεμίζει χρήματα. Δεν πολυπίστευε σε αυτά, αλλά της άρεσε να ακολουθεί διάφορα μικρά χαζά τρικ για να μην πλήττει). Έβαψε τα χείλη της κόκκινα και με ελάχιστο κοκκινάδι που έβαλε στα ακροδάχτυλά της άλειψε ελαφρώς τα μάγουλά της ίσα – ίσα για να αποκτήσουν εκείνο το ροδαλό χρώμα της υγείας.
Μόλις έβγαινε από το φούρνο, το  σύννεφο αποφάσισε να ρίξει τις πρώτες ψιχάλες. Όλοι μιλούσαν για ένα ψιλόβροχο που θα διαρκούσε μερικά λεπτά κι έπειτα θα κόπαζε. Στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο, τυλιγμένη με τη ζακέτα της κάνοντας υπομονή μέχρι να σταματήσει.
Η ώρα περνούσε και όχι μόνο δεν κόπαζε, αλλά δυνάμωνε όλο και περισσότερο και το  μοναδικό φως που έφεγγε στο χωριό ήταν εκείνο των κεραυνών που ο ένας διαδεχόταν τον άλλον, λες και έτρεχαν σε σκυταλοδρομίες.
Η βροχή δυνάμωνε. Το καρότσι της παρέμενε σχεδόν άδειο – μόνο ένα καρβέλι ψωμί είχε προλάβει να αγοράσει. Θα έκανε υπομονή μέχρι να σταματήσει, αλλά από την άλλη, αν αυτό δε γινόταν σύντομα, δεν είχε όλη τη μέρα για χάσιμο. Η φουρνάρισσα την έβλεπε να στέκεται εκεί για αρκετή ώρα τυλιγμένη με το ζακετάκι της. Της πρότεινε να περιμένει μέσα ή έστω να της έδινε μια ομπρέλα που της περίσσευε στο μαγαζί για να μην γίνει μούσκεμα. Η γυναίκα με το κίτρινο φόρεμα, προτίμησε να πάρει την ομπρέλα. Θα της την επέστρεφε τη Δευτέρα που θα πήγαινε ξανά για να αγοράσει φρέσκο ψωμί και κουλουράκια πορτοκαλιού.
Σε κάθε νέα αρχή, είχε ένα μικρό δωράκι για τον εαυτό της. Κάθε Δευτέρα αγόραζε κουλουράκια ή μπισκότα βουτηγμένα στη σοκολάτα για να ξεκινήσει γλυκά η εβδομάδα, και τις πρωτομηνιές, άλλοτε αγόραζε ανθοδέσμες και άλλοτε – αν της το επέτρεπαν τα οικονομικά της – ένα κραγιονάκι. Κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι, μπορεί να μην έκανε ολοκληρωμένο μακιγιάζ, όμως δεν παρέλειπε να βάζει λίγο κραγιόν. Της έδινε ζωντάνια και τόνιζε τα χείλη της. Το δεύτερο το θεωρούσε σημαντικότερο. Η φωνή της ήταν πολύ λεπτή και χαμηλή· ίσα που ακουγόταν. Το κόκκινο, επειδή είναι ένα από τα χρώματα που εγκλωβίζουν το βλέμμα, πίστευε πως θα βοηθούσε στο να κοιτούν τα χείλη της και ακόμα κι αν δεν την άκουγαν, βλέποντας τά να ανοιγοκλείνουν, θα έκαναν τουλάχιστον μια προσπάθεια να καταλάβουν τι έλεγε. Αν πάλι της ζητούσαν να μιλήσει πιο δυνατά, εκείνη αναγκαζόταν να φωνάζει και στα δικά της αφτιά, φαινόταν σα να βγάζει υπέρηχους.
Κούμπωσε τη ζακέτα ως το τελευταίο κουμπί. Στο ένα χέρι κρατούσε το καρότσι και στο άλλο την ομπρέλα. Όπου έβρισκε υπόστεγο χωνόταν από κάτω σα μουσκεμένο γατί που γύρευε απάγκιο.
Αγόρασε όλα όσα είχε σημειώσει στη λίστα της. Κοίταξε τα παπούτσια της και ήταν γεμάτα λάσπες και πλημμυρισμένα από τα νερά. Αν δεν κατάφερνε να τα καθαρίσει, θα αναγκαζόταν να τα πετάξει και ήταν κρίμα, γιατί εκείνες οι γόβες τής προσέθεταν τέσσερα εκατοστά κομψότητας.
Καθώς επέστρεφε στο σπίτι, η βροχή σταμάτησε, όπως άρχισε, απότομα.

[…συνεχίζεται…]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου