Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [V]

            Η Άννα μπήκε στο δωμάτιο του προσπαθώντας να ακουμπάει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε το μπαστούνι της στο πάτωμα για να μην κάνει φασαρία και τον τρομάξει ή τον ξυπνήσει απότομα:
«Ξύπνα, υπναρά!», του ψιθύρισε, χαϊδεύοντας τον στο πρόσωπο τρυφερά, όπως τότε που ήταν μικρό παιδί και έπρεπε να ετοιμαστεί για το σχολείο.
«Τι ώρα είναι;»
«Έχει πάει έντεκα. Σου έχω ετοιμάσει πρωινό στην κουζίνα. Σήκω να πλυθείς, να φας καλά – όχι σκέτο καφέ –, να ετοιμαστείς και να έρθεις δίπλα. Πρέπει να πάω, γιατί σε λίγο θα έρθει το κέτερινγκ να ετοιμάσουμε την τραπεζαρία.»
«Θα έρθω να σε βοηθήσω.»
«Δε χρειάζομαι βοήθεια. Θα είναι η Γεωργία, το προσωπικό της εταιρείας… Πάρε το χρόνο σου να ετοιμαστείς κι έλα να σου δείξω και το μποστάνι.»
            Ο Αιμίλιος σηκώθηκε και άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Είχε συννεφιά. Από μικρός το παρατηρούσε· σε όποια εποχή του χρόνου και να γινόταν μια κηδεία, ο ουρανός ήταν πάντα πένθιμος. Ακόμα και ηλιόλουστη να ήταν η μέρα, οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν παγωμένες. Έκλεισε τα παντζούρια.
            Όταν πέρασε την αυλόπορτα του πατρικού του, όλη εκείνη η κίνηση με τους υπαλλήλους της εταιρείας κέτερινγκ να μπαινοβγαίνουν κουβαλώντας τα σκεύη με τα τρόφιμα, τα πλαστικά τελάρα με τα ποτήρια και τις στοίβες πιάτων, τον γύρισαν πίσω στο χρόνο. Κάποτε όλη αυτή η κινητικότητα σήμαινε γιορτή και σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι είχαν έρθει για να προετοιμάσουν το τελευταίο γεύμα προς τιμήν του πατέρα του.
            Στο πίσω μέρος του σπιτιού ο πατέρας του είχε φτιάξει ένα μποστάνι με λαχανικά εποχής, κοντά στη μάντρα είχε φυτέψει μια σειρά από οπωροφόρα δέντρα και από κάτω από μια λεμονιά είχε φωλιάσει ένα μικρό ροζ κυκλάμινο.
            Οι κότες σιωπηλές είχαν σκαρφαλώσει πάνω στις σανίδες που τους είχε βάλει για να κάθονται και να λιάζονται. Ούτε ένα αβγό δεν υπήρχε και ο κόκορας είχε απομονωθεί πάνω σε ένα τσιμεντόλιθο. Ακόμα και αυτά πενθούσαν το χαμό του κηδεμόνα τους. Μόνο ο Αιμίλιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον πόνο τους.
«Μπορώ να σου κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση;», τη ρώτησε καθώς τη βαστούσε από το μπράτσο και συνέχιζαν να περπατούν στον κήπο, χωρίς να την κοιτάξει κατάματα.
«Ό,τι θες, παιδί μου.»
«Είχες ποτέ ερωτική σχέση με τον πατέρα μου;»
«Άσε με, παιδάκι μου! Δε μου έφθαναν τα βάσανά μου, να έχω και τον πατέρα σου. Αυτός είχε τα μυαλά πάνω από το κεφάλι.»
«Εσένα, όμως σε εκτιμούσε.»
«Και με αγάπαγε. Κι εγώ το ίδιο. Μαζί μεγαλώσαμε. Τα σπίτια μας δίπλα – δίπλα και οι μανάδες μας ήταν φιληνάδες. Σαν αδελφό μου τον είχα. Δεν έχεις ιδέα πόσο μου λείπει. Μπορεί να έκανε τις παλαβομάρες του, αλλά είχε χρυσή καρδιά.»
 
            Η ώρα της κηδείας έφθασε. Η ηλικιωμένη γυναίκα υποβασταζόμενη από τον Αιμίλιο κάλυψε με ένα μαύρο πέπλο το πρόσωπό της για να θρηνήσει το χαμό του φίλου της χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί σε κανέναν για τη βαριά της ψυχή. Μόλις τελείωσε η ακολουθία, σήκωσε ελαφρώς το πέπλο, τον φίλησε στο μέτωπο και αργά με τη βοήθεια του μπαστουνιού της έφθασε ως την έξοδο.
            Η ξαδέλφη Νέλυ, πάντα πρόθυμη να ανακατευθεί, προσφέρθηκε να πάει την Άννα με το αυτοκίνητό της ως το σπίτι.
«Δε χρειάζεται, θα πάω εγώ μαζί της.»
«Αιμίλιε, δε γίνεται. Πήγαινε προς την ταφή και θα τη συνοδέψω εγώ. Δε θα αργήσω. Θα την αφήσω στο σπίτι και θα γυρίσω για να πάρω εσένα και τους γονείς μου.»
Ένιωθε παγιδευμένος ανάμεσα στα λιβάνια, τα δάκρυα και τα σχόλια αγνώστων προς εκείνον ανθρώπων.
            Καθώς προχωρούσε στο διάδρομο προς τον τάφο, συνοδεύοντας το φέρετρο, τον σταμάτησε μια γυναίκα καλοβαλμένη, ντυμένη στα μαύρα με ευγενική φυσιογνωμία και του ζήτησε μετά την τελετή να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
            Η πρώτη φτυαριά με το χώμα έπεσε και ακούστηκε ο θόρυβος από τα μικρά πετραδάκια καθώς έπεφταν πάνω στο ξύλινο καπάκι. Έφυγε. Είχε κάνει το καθήκον του ως όφειλε, σαν καλός γυιός τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία.
                 Περπάτησε ως τον κεντρικό δρόμο. Θα μπορούσε να φύγει με κάποιον συγγενή, αλλά προτίμησε να πάρει ταξί – λιγότερες ερωτήσεις.
            Όταν έφθασε στο πατρικό του, βρήκε την Άννα στο δωμάτιο του πατέρα του. Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε πάνω από το μαξιλάρι του σα μωρό. Χτύπησε την πόρτα:
«Να περάσω;»
Εκείνη σκούπισε τα μάτια με τα ρυτιδιασμένα, κουρασμένα χέρια της. Ο Αιμίλιος έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από τη θήκη που ήταν τοποθετημένη στο κομοδίνο και της το προσέφερε:
«Ενοχλώ;»
«Μέχρι να τον δω στο φέρετρο δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έφυγε. Εσύ πώς και ήρθες τόσο γρήγορα;»
«Μόλις τον έβαλαν μέσα έφυγα.»
«Καλά, δεν έμεινες ούτε για να σε συλλυπηθούν;»
«Μην ανησυχείς, έχω αφήσει αντιπρόσωπο. Θα τους αναλάβει η Νέλυ. Αν θέλει κάποιος να με συλλυπηθεί, μπορεί να το κάνει σε λίγο που θα έρθουν για την ψαρόσουπα.»
«Εσύ πώς είσαι;»
«Όπως ήμουν και προχθές και εχθές και όπως θα είμαι και αύριο και μεθαύριο. Πενθώ ακόμα για τη γυναίκα μου. Όταν έχασα τη Νόρα, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Ούτε κατάλαβα πώς έγινε. Η γυναίκα μου ήταν ο άνθρωπός μου, το στήριγμά μου, η έμπνευσή μου και γιατί όχι, η ίδια μου η ζωή. Ακόμα για εκείνη πονώ, μόνο για εκείνη έχω δάκρυα… και για σένα. Εσείς οι δυο είστε οι σημαντικότεροι άνθρωποι για μένα. Αν πάθεις κάτι εσύ, θα ορφανέψω. Όχι, συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να στεναχωρηθώ για έναν άνθρωπο που δεν έδινε πεντάρα για μένα, που τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε καμία επικοινωνία και που πάντοτε φερόταν τόσο εγωκεντρικά.»
«Σε αγαπούσε. Με τον τρόπο του, αλλά σε αγαπούσε.»
Ο τρόπος του που τον αγαπούσε, δεν του έλεγε τίποτα. Συχνά άκουγε την Άννα να του δικαιολογεί τους γονείς του χρησιμοποιώντας αυτή τη φράση, αλλά εκείνου δεν του καιγόταν καρφί, αν κάποιος τον αγαπούσε με τον τρόπο του, σημασία είχε να έφθανε η αγάπη στον ίδιο, διαφορετικά ο τρόπος ήταν λανθασμένος.
«Ήρθε και με βρήκε μια γυναίκα.»
«Ποια γυναίκα;», η Άννα έστρεψε τον κορμό της προς εκείνον, κρεμόταν από τα χείλη του.
«Δεν την ξέρω. Στεκόταν αριστερά σου στη λειτουργία. Μια φινετσάτη κυρία με ευγενική φυσιογνωμία.»
«Τι σου είπε;»
«Τίποτα, μου είπε ότι θα έρθει για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως.»
«Καλώς, να πάτε στη βιβλιοθήκη να τα πείτε ή πίσω στο μποστάνι… όχι, να πάτε καλύτερα στο σπίτι μου, να είστε πιο ήσυχα. Πάμε; Ακούω αμάξια. Θα ήρθαν οι πρώτοι.»
            Η γυναίκα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού. Με το βλέμμα της επεξεργαζόταν το χώρο, άγγιζε τα αντικείμενα με τα ακροδάχτυλά της και πλησίασε τον Αιμίλιο. Της πρότεινε να πάνε στη βιβλιοθήκη. Ο πατέρας του είχε μια μικρή κάβα με διαφόρων ειδών ποτά. Ήπιαν ένα κονιάκ, όπως άρμοζε στην περίσταση και η ώρα για συστάσεις είχε πλέον έρθει. Η μυστηριώδης γυναίκα ήταν η Έφη, η μητέρα του.
            Καθόταν απέναντί της, την άκουγε προσεκτικά χωρίς να τη διακόπτει και το πρόσωπό του παρέμενε ανέκφραστο. Δεν είχε έρθει για να του απολογηθεί, ούτε για να κάνουν μαζί μια αρχή στη σχέση τους. Η κηδεία ήταν μια τέλεια ευκαιρία για να τον δει για ακόμα μια φορά, έστω κι αν ήταν η τελευταία. Δεν του μίλησε για το παρελθόν παρά μόνο για τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Λύθηκε και το μυστήριο σχετικά με τα έξοδα της κηδείας. Τα είχε αναλάβει όλα η Έφη – όχι ως ένδειξη αγάπης για όσα έζησε με τον πρώην σύζυγό της, αλλά για να απαλλάξει το γυιό της από αυτήν την υποχρέωση.
            Ολοκλήρωσε τυπικά τη συνομιλία τους, ευχαριστώντας την που ανέλαβε τα έξοδα και την οδήγησε στην τραπεζαρία. Εκείνος κλείστηκε στο δωμάτιο του. Τα πράγματα του ήταν στην ίδια θέση, όπως τα είχε αφήσει πριν φύγει για σπουδές. Ακόμα και οι αφίσες των συγκροτημάτων στον τοίχο, αν και κιτρινισμένες, κρέμονταν ακόμα από τις ίδιες σκουριασμένες πινέζες.
            Πήρε το μεταλλικό καλάθι των αχρήστων και άρχισε το ξεκαθάρισμα. Ξεκίνησε από τις οικογενειακές φωτογραφίες. Εκείνες τις λίγες που είχε από τη βρεφική του ηλικία, τους σχολικούς επαίνους, τα γράμματα που είχε γράψει στη μητέρα του, αλλά δεν τα είχε ταχυδρομήσει ποτέ, γιατί αγνοούσε πού βρισκόταν.
«Παιδί μου, μιλήσατε;», τον ρώτησε η Άννα από την πόρτα του δωματίου.
«Ναι. Δεν είχαμε και πολλά να πούμε.»
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Πλησίασε στον μεταλλικό κάδο και με δυσκολία έσκυψε για να δει τι πετούσε:
«Πού οφείλεται αυτός ο ζήλος για ξεκαθάρισμα;»
«Σε παρακαλώ, άφησέ με μόνο μου.»
«Μην παιδιαρίζεις. Προσπάθησε να δικαιολογήσεις τους ανθρώπους. Έσφαλαν, δε σου το αρνούμαι, αλλά κι εσύ τώρα… τι παιδιαρίσματα είναι αυτά που κάνεις;»
«Το σπίτι δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει. Εγώ απόψε επιστρέφω στην Ισπανία και καλό είναι να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα για να μην τα βρει ο επόμενος ιδιοκτήτης. Αυτό είναι όλο.»
«Το σπίτι είναι δικό σου. Γυναικάς ήταν, όχι ηλίθιος. Μείνε λίγες μέρες ακόμα. Ήρθες και με τούτα και με ‘κείνα, δεν πρόλαβα να σε χαρώ.»
«Έχω δουλειές.»
«Μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που σε βλέπω. Έχω γίνει μαυσωλείο πια! Δε γίνεται να καθυστερήσεις λιγάκι την επιστροφή σου;»
«Κοίτα, θα σου το ζητούσα μόλις έφευγαν όλοι αυτοί, αλλά μια που το έφερε η κουβέντα, θα σου το πω τώρα. Θέλω να έρθεις μαζί μου. Εδώ δεν έχεις κανέναν. Το σπίτι μου είναι μεγάλο, το έχεις δει, θα έχεις το δικό σου δωμάτιο και δε θα έχεις να ανησυχείς για τίποτα. Όσο ο πατέρας μου ήταν εδώ είχες και έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα. Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου.»
«Δε γίνεται, τώρα έχω άλλα βάσανα. Μου άφησε τις κότες και τα ραπανάκια. Δεν είδες;»
«Θα τα δώσουμε σε κάποιον. Θα σε φροντίζω και θα είμαι ήσυχος ότι είσαι καλά.»
«Χαίρομαι που με σκέφτεσαι, όμως εδώ μεγάλωσα. Εδώ είναι το σπίτι μου, η ρουτίνα μου και αν φύγω, θα μαραζώσω. Εδώ βγαίνω έξω, πάω μέχρι το μπακάλη στη γωνία και χαιρετάω δέκα ανθρώπους. Να έρθω εκεί, όχι μόνο δε θα ξέρω κανέναν, αλλά και να θέλω να τον χαιρετίσω, δε θα μπορώ να σταυρώσω λέξη. Ή μήπως φαντάζεσαι πως θα μιλάω μόνο με σένα; Εδώ που τα λέμε δεν είσαι και ο ευκολότερος άνθρωπος για κουβέντα.»
«Έστω να έρθεις για λίγες μέρες. Θα τα κανονίσω όλα εγώ.»
«Θα δούμε. Με την Έφη πώς πήγε; Όλα καλά;»
«Θα ήθελα να είχα περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της. Τώρα απλώς τη γνώρισα και ο καθένας τραβάει το δρόμο του.»
«Είναι η μάνα σου. Μην της γυρνάς την πλάτη.»
«Σου θυμίζω ότι η τελευταία φορά που την είδα ήταν όταν ήμουν τριών, δεν την θυμόμουν καν και μου γύρισε εκείνη πρώτη την πλάτη.»
«Δεν αισθάνεσαι την ανάγκη να κρατήσεις μια επαφή μαζί της… έστω τυπική;»
«Όχι. Οι γονείς νομίζουν πως ο φέρων τα γονίδια τους είναι υποχρεωμένος να τους αγιοποιεί, να τους συγχωρεί και να τους αγαπά ανιδιοτελώς. Δε θα τους φορέσω το φωτοστέφανο, επειδή με γέννησαν. Ούτε επειδή έχω το όνομά τους σημαίνει ότι πρέπει να δείχνω κατανόηση και να τρέφω συναισθήματα. Είναι κι αυτή μια σχέση ζωής. Αν δεν τον έχεις ζήσει τον άλλον, πώς να τον αγαπήσεις και πώς να τον συμπονέσεις; Λυπάμαι που ακούγομαι σκληρός, αλλά έτσι είναι. Δε γίνεται να μελώνουμε τα πάντα κατά όπως μας βολεύει.»
«Τι έχεις πάθει;»
«Όταν μου τηλεφώνησε η Νέλυ για να μου πει ότι πέθανε, πήγα σε ένα μπαρ να πιώ και το ξημέρωμα με βρήκε λιώμα σε ένα σοκάκι δίπλα σε έναν αδέσποτο σκύλο που είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια μου για να κουρνιάσει. Εκείνη την ώρα, ταυτίστηκα τόσο πολύ με ‘κείνο το ζωντανό. Ήμασταν και οι δυο αδέσποτοι. Οι γονείς μας υπήρξαν, κάποτε… μια φορά στο παρελθόν, αλλά σε εκείνο το σοκάκι δεν ήταν κοντά μας. Αδέσποτοι χωρίς ταυτότητα, ο καθένας να μας αποκαλεί όπως του καπνίσει, άλλοι να μας κοιτάζουν με οίκτο και άλλοι με αποδοκιμασία. Εκεί ήταν που ο διακόπτης γύρισε, η λάμπα άναψε και οτιδήποτε συνέβαινε γύρω φαινόταν πεντακάθαρα πια. Κι αν με ρωτάς, σε περίπτωση που θα έπρεπε να επιλέξω κάποιον για να αγαπώ ανιδιοτελώς, να συγχωρώ, να αγιοποιώ και να του φορέσω το φωτοστέφανο, αυτή θα είσαι εσύ που με μεγάλωσες. Η μοναδική που ήταν κοντά μου πριν και μετά το γύρισμα του διακόπτη.»
 
Τέλος

[Πηγή φωτογραφίας: hager]



Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [IV]

            Η Άννα ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα και σκούπισε τον αφρό από τα χείλη της με τα δάχτυλά της, σαν ντροπαλή παιδούλα που ενοχικά για πρώτη φορά δοκίμαζε αλκοόλ:
«Ποιος θα είναι στην κηδεία, Άννα;»
«Κανείς. Ξέρεις τώρα… ο πατέρας σου ήταν πολύ κοινωνικός και δεν ξέρω τι κουτσομπολιά θα ακούσεις. Γι’ αυτό το είπα.»
«Ωραία, πες μου τώρα την αλήθεια.»
«Αγόρι μου, μην τα σκαλίζεις. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να σταθείς στο ύψος σου. Αυτό. Σου είναι τόσο δύσκολο; Να ακούσεις ό,τι έχουν να σου πουν όσοι έρθουν, αλλά μην τους κρίνεις.»
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω. Έχει αποκτήσει παιδιά με άλλη;»
«Όχι, ηρέμησε. Αλήθεια, δε μου είπες, πώς νιώθεις;»
«Πώς θέλεις να νιώσω;»
«Ξέρω ‘γω! Ο πατέρας σου πέθανε.»
«Ναι, σωστά. Ο πατέρας μου πέθανε.», ο Αιμίλιος έγειρε την πλάτη του πίσω στην καρέκλα, έβαλε το χέρι στην τσέπη ψάχνοντας για τσιγάρα, αλλά η τσέπη του ήταν άδεια: «Όταν μου τηλεφώνησε η Νέλυ…»
«Το καημένο το κορίτσι, πότε θα πάψεις να το αποκαλείς με αυτό το όνομα;», τον διέκοψε χαμογελώντας η Άννα.
«Όταν θα εξατμιστεί η χολή της. Τέλος πάντων, όταν μου τηλεφώνησε, μού ήρθε κάπως… ξαφνικό. Λυπήθηκα, όπως θα λυπόμουν για το θάνατο οποιουδήποτε ανθρώπου που είχα γνωρίσει ή συναντήσει κάποτε. Δεν ένιωσα, όμως τον πόνο που νιώθει ένα παιδί όταν χάνει τον πατέρα του.»
«Έχεις γίνει σκληρός.»
«Όχι, είμαι ρεαλιστής. Δεν είχαμε σχέσεις. Στο δικό σου σπίτι μεγάλωσα, όχι στο δικό του. Εσύ ήσουν εκεί, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα και έμαθε ότι πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Είδες τη λάμψη στα μάτια μας την ώρα που μας άφησε στο αεροδρόμιο. Εκείνος θα είχε το πεδίο ελεύθερο, εγώ θα πέταγα από πάνω μου έναν βραχνά κι εσύ θα είχες ακόμα ένα βάρος – να με βοηθήσεις με την εύρεση του σπιτιού και τη μετακόμιση. Το μόνο νέο που μάθαινα από τον πατέρα μου όταν έφυγα για σπουδές ήταν οι ταχυδρομικές επιταγές που μου έστελνε. Στο γάμο μου με τη Νόρα, δεν ήρθε με τη δικαιολογία ότι δεν έβρισκε αεροπορικό εισιτήριο για να έρθει ως τη Μαδρίτη. Του βρήκε η Νόρα και μας είπε ότι το βρήκαμε τελευταία στιγμή και είχε κανονίσει επαγγελματικό ταξίδι. Μας έστειλε δώρο ένα βάζο. Το έχω στο γραφείο μου, για κάδο. Πετάω τα σκουπίδια μου. Τα Χριστούγεννα η γραμματέας του μας έστελνε την εταιρική κάρτα με το τυποποιημένο μήνυμα και όταν πέθανε η Νόρα, δε με κάλεσε ούτε για να με συλλυπηθεί. Έστω τυπικά. Λυπάμαι που δεν κλαίω, λυπάμαι που δεν έχω να μοιραστώ μαζί σου θερμά συναισθήματα.»
«Μπορεί να έχεις δίκιο που αισθάνεσαι έτσι, αλλά έχεις άδικο σε ένα πράγμα· δεν ήσουν ποτέ βάρος για μένα. Το αντίθετο. Ζωντάνεψε το σπίτι.»
Ο Αιμίλιος τής φίλησε τα χέρια με ευγνωμοσύνη:
«Αυτό πάλι με τις κότες; Έφτιαξε κοτέτσι;», άλλαξε το θέμα πριν βάλει τα κλάματα.
«Ναι, τον τελευταίο καιρό είχε αποφασίσει να αρχίσει σιγά – σιγά να αποσύρεται. Πίσω στον κήπο είχε φυτέψει λαχανικά και μερικά δέντρα. Λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές και εκεί δίπλα έφτιαξε κι ένα κοτέτσι.»
«Μάλιστα, από μπον – βιβέρ, αγρότης…»
«Θυμάσαι το φίλο του, τον Ματθαίο;»
«Ναι, πώς δεν τον θυμάμαι;! Κάποια στιγμή τον είχε και λογιστή και μόλις έβλεπε τα έξοδα του πατέρα μου, του έλεγε ότι στο τέλος θα ζητιανεύει για να επιβιώσει και ο πατέρας μου γελούσε και του έλεγε ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Ζει αυτός;»
«Ζει και βασιλεύει. Πλέον έχουν πάει με τη γυναίκα του στο Τολό. Είχαν εξοχικό εκεί που το μετέτρεψαν σε μόνιμη κατοικία μόλις συνταξιοδοτήθηκαν. Αυτός, λοιπόν, είχε πει στον πατέρα σου ότι όσο ασχολείται με το χώμα, τόσο νιώθει την φόρτιση να φεύγει από τα χέρια του, να θάβεται στη γη και να μετουσιώνεται σε κάτι όμορφο, λαμπερό και χρωματιστό. Σε ένα λουλούδι ή σε ένα καρπό.»
«Και ασχολούταν ο ίδιος με τον κήπο; Αυτός πλαστικό λουλούδι έπιανε και μαραινόταν.»
«Κι όμως, σε πληροφορώ ότι τα πήγαινε μια χαρά. Θα πάμε όταν ξημερώσει να δεις το μποστάνι του.»
«Τουλάχιστον κατάφερε να φροντίσει κάτι κι εκείνος…»
«Άσε τον πατέρα σου, να πάει στο φως και πάμε κι εμείς για ύπνο. Μας περιμένει μεγάλη μέρα αύριο.»
Η Άννα σηκώθηκε από την καρέκλα, στηρίχθηκε στο μπαστούνι της, μάζεψε τα ποτήρια και με αργά βήματα πήγαινε να τα ακουμπήσει στον νεροχύτη. Ο Αιμίλιος βεβαιώθηκε ότι είχαν κλειδώσει το σπίτι και την καληνύχτισε:
«Θα τα πούμε αύριο. Τι ώρα θα φύγουμε από εδώ;»
«Μη σε ανησυχεί, έχουμε χρόνο. Θα σε ξυπνήσω το πρωί και θα τα τακτοποιήσουμε όλα. Άντε, να κοιμηθείς!»
«Άννα, πρέπει να μου δώσεις και τα στοιχεία του γραφείου τελετών.»
«Τι να τα κάνεις;»
«Να τακτοποιήσω τα σχετικά.»
«Είναι τακτοποιημένα, μη σε νοιάζει.»
«Από ποιον;»
«Πήγαινε να κοιμηθείς και σταμάτα τη φλυαρία. Από μικρός έτσι ήσουν·  την ώρα που έπρεπε να πας για ύπνο, σου έρχονταν όλες οι ερωτήσεις. Καληνύχτα!», τον φίλησε στο μέτωπο και πήγε στο δωμάτιο της.

(…συνεχίζεται…)
 

 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [III]

Έφθασε στον προορισμό του. Πλήρωσε τον ταξιτζή, πήρε τη βαλίτσα του και στάθηκε έξω από την ξύλινη πόρτα της μονοκατοικίας. Όλα τα φώτα αναμμένα και ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν από το εσωτερικό ήταν το σύρσιμο των επίπλων. Χτύπησε το κουδούνι.
Μια μικροκαμωμένη κοπέλα, ντυμένη με αθλητικές φόρμες, του άνοιξε:
«Ναι;»
Ο Αιμίλιος παρέμεινε σιωπηλός.
«Θέλετε κάτι;»
«Ήρθα για την κηδεία.»
«Είναι αύριο. Δε θα ξενυχτήσουμε εδώ. Καληνύχτα.», η μικροκαμωμένη γυναίκα τού έκλεισε την πόρτα.
Ο Αιμίλιος ένιωσε ανακούφιση. Δεν ήταν έτοιμος να μπει σε εκείνο το σπίτι ξανά. Για την ακρίβεια, ανυπομονούσε να ενηλικιωθεί για να φύγει μια για πάντα και η αρχή έγινε όταν στις εισαγωγικές κατάφερε να περάσει στη Θεσσαλονίκη.
            Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και η πόρτα άνοιξε ξανά. Αυτή τη φορά χωρίς να το επιδιώξει. Η μικροκαμωμένη γυναίκα κοίταξε προσεκτικά στον κήπο έχοντας μισάνοιχτη την πόρτα:
«Εδώ είναι, κυρά – Άννα. Να του φωνάξω;», ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι της προς το εσωτερικό του σπιτιού.
«Κύριε! Κύριε!», του φώναξε.
Ο Αιμίλιος πλησίασε προς τη μικροκαμωμένη γυναίκα και την καλησπέρισε. Μέσα από το χολ ακούγονταν βήματα συνοδευόμενα από τον ήχο ενός μπαστουνιού. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά του. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Τα μάτια της βούρκωσαν και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Έκανε ένα βήμα μπροστά και άνοιξε τα χέρια της:
«Έλα να σε αγκαλιάσω, αγόρι μου.»
Ο Αιμίλιος την έσφιξε στην αγκαλιά του:
«Παιδάκι μου, μαύρη πέτρα έριξες πίσω σου.»
«Δεν είναι έτσι.»
«Έλα, μέσα.»
Ο Αιμίλιος ακούμπησε την αποσκευή του στο χολ.
«Έχεις φάει; Να σου φτιάξω κάτι;»
«Αχ, βρε Αννούλα μου, δε θα σταματήσεις ποτέ να με φροντίζεις;»
Η Άννα κρατούσε την παλάμη του με τα δυο της χέρια και γεμάτη συγκίνηση τον περιεργαζόταν με το βλέμμα:
«Τι κάνεις τέτοια ώρα;»
«Ήρθαμε με τη Γεωργία να συμμαζέψουμε λίγο για αύριο. Θα παρελάσουν όλες οι… υψηλές γνωριμίες του πατέρα σου. Μη μας πουν και ακαμάτρες!»
Ο Αιμίλιος χαμογέλασε.
«Πώς ήταν το ταξίδι σου; Σε περίμενα νωρίτερα. Πού ήσουν; Ανησύχησα. Μόλις μου είπε η Γεωργία ότι ένας κύριος με βαλίτσα χτύπησε κατά λάθος το κουδούνι, κατάλαβα ότι ήσουν εσύ κι ήθελα να πετάξω τη μαγκούρα και να τρέξω να σε προλάβω. Θα το έκανα, αλλά δε με βαστούν τα πόδια μου.»
«Δεν φταίει εκείνη· εγώ δεν της εξήγησα.»
«Να σου στρώσω επάνω να κοιμηθείς. Έχουμε αερίσει το σπίτι, στρώσαμε και καθαρά σεντόνια.»
«Δε θα μείνω εδώ.»
«Τι λες, παιδάκι μου, πού θα πας βραδιάτικα;»
«Όλο και κάποιο ξενοδοχείο θα είναι ανοιχτό.»
«Έχεις τέτοια σπιταρόνα και θα τρέχεις στα ξενοδοχεία;»
«Δεν το ένιωσα ποτέ σπίτι μου κι εσύ το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα.»
Η Άννα έβγαλε από την τσέπη της τα κλειδιά:
«Αυτό το νιώθεις σπίτι σου;»
Ο Αιμίλιος της χαμογέλασε. Εκείνη έκρυψε τα κλειδιά στην παλάμη του:
«Άντε να κάνεις ένα μπανάκι, έχει ζεστό νερό από τον ηλιακό, και να ξεκουραστείς. Θα κλείσουμε εδώ και θα ‘ρθω κι εγώ σε λίγο.»
            Η Άννα είχε ένα δωμάτιο στο σπίτι της που το είχε φτιάξει για τον Αιμίλιο τότε που ήταν μικρός. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα είχε περάσει στο σπίτι της Άννας, παρά στο πατρικό του. Ήταν σχεδόν αδύνατον για ένα ανήλικο να κοιμηθεί στο σπίτι του πατέρα του που μέρα παρά μέρα είχε πάρτι ή δείπνο σε κάποια από τις ερωμένες του.
            Τα σκεπάσματα στο κρεβάτι του ήταν φρεσκοπλυμένα και καινούργιες πιτζάμες διπλωμένες πάνω στο μαξιλάρι. Τον είχε γεννήσει κι ας μη βγήκε από την κοιλιά της. Ήξερε ότι προτιμούσε να κοιμηθεί κάτω από ένα δέντρο στον κήπο παρά μέσα σε εκείνο το σπίτι που πέρασε τη ζωή του ως φιλοξενούμενος.
           Ο Αιμίλιος έβγαλε τα παπούτσια, φόρεσε τις παντόφλες του και πήγε στην κουζίνα. Δεν πεινούσε, αλλά είχε εκείνη τη συνήθεια να ανοίγει την πόρτα του ψυγείου και να κοιτάζει στο εσωτερικό του λες και θα άκουγε κάποιο χρησμό να βγαίνει μέσα από τα τυριά και τα λαχανικά.
           Η Άννα έκλεισε πίσω της την πόρτα, κρέμασε το σάλι της στην κρεμάστρα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα:
«Να σου φτιάξω κάτι γρήγορο να φας;»
«Όχι, έτσι το άνοιξα, από συνήθεια. Να! Θα πιούμε μια μπυρίτσα;»
«Και δεν πίνουμε;!»
Η ηλικιωμένη γυναίκα έβγαλε από το ντουλάπι δυο ποτήρια, τα ακούμπησε στο τραπέζι. Κάθισε την καρέκλα και στηριζόμενη στη μαγκούρα της, άπλωσε το κουρασμένο της πόδι. Ο Αιμίλιος άνοιξε την μπύρα και τη μοίρασε στα ποτήρια. Κάθισε στη διπλανή καρέκλα και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της:
«Λοιπόν, πώς είσαι;», τον ρώτησε.
«Όπως τα ξέρεις.»
«Πώς τα ξέρω;», επέμεινε η Άννα.
«Τι ώρα είναι η κηδεία;»
Η Άννα έσπρωξε το ποτήρι της λίγο πιο μέσα στο τραπέζι.
«Θα γίνει το μεσημέρι, στις τρεις. Άκου, γυιέ μου, σχετικά με αυτό, θέλω να είσαι δυνατός.»
«Τι περιμένεις να κάνω; Να χτυπιέμαι πάνω από τον τάφο του;»
«Δεν εννοώ αυτό. Υπάρχει λόγος που η κηδεία θα γίνει μεσημέρι. Θέλω να μου υποσχεθείς πως ό,τι κι αν ακούσεις, εσύ θα είσαι ψύχραιμος.»
«Θέλεις να μου εξηγήσεις;»
«Τίποτα. Αυτό μόνο. Έλα, πες μου τώρα τα νέα σου.», του είπε χτυπώντας τον φιλικά στο γόνατο.
Ο Αιμίλιος έμεινε για λίγο σιωπηλός.

 (…συνέχεια…)



Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [II]

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Αθήνα. Βγαίνοντας από την αίθουσα των αναχωρήσεων άρχισε να νιώθει ένα βάρος στο στήθος. Αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Είχε κόψει το κάπνισμα για χάρη της Νόρας. Εκείνη, από την άλλη, του έλεγε ότι δεν ήθελε χάρες, έπρεπε να το κάνει για το δικό του καλό, όμως για εκείνον η αποτοξίνωση από τη νικοτίνη ήθελε ένα ισχυρό κίνητρο και το βρήκε στο πρόσωπό της.
Επιβιβάστηκε στο λεωφορείο με προορισμό το κέντρο. Κάθισε σε ένα από τα παγκάκια της πλατείας Συντάγματος. Ακούμπησε τη βαλίτσα του δίπλα στα πόδια του και έβγαλε από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα. Έσκισε τη ζελατίνα και άνοιξε το πακέτο. Τράβηξε ένα τσιγάρο από τη μέση.  Το στερέωσε μεταξύ των χειλιών του και έψαξε στις τσέπες του για να βρει τον αναπτήρα. Είχε ξεχάσει να αγοράσει. Έβαλε πάλι το τσιγάρο στο πακέτο. Κοιτούσε τους πιτσιρικάδες που έκαναν skateboard  στα σκαλοπάτια έχοντας στη διαπασών τη μουσική. Ο κρυφός ανταγωνισμός τους για το ποιος είναι καλύτερος και η εμμονή να επιδείξουν τις δεξιότητες τους, τον πήγε πολλά χρόνια πίσω.
Θυμήθηκε για λίγο την εφηβεία του. Κι εκείνος ήθελε να κάνει κόλπα με μια σανίδα. Να γλιστράει στο κράσπεδο και μαζί της να τινάζεται ψηλά και να τον κοιτάζουν οι άλλοι σα να πρόκειται για κάποιον υπέρ – ήρωα. Η αδυναμία του να ισορροπεί σε ένα κομμάτι ξύλου που στηριζόταν σε μικροσκοπικά ροδάκια, τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με πουλί σε αιχμαλωσία. Τα φτερά κολλημένα στο σώμα του και αν κάποιος ξεχνούσε το πορτάκι του κλουβιού ανοιχτό, εκείνος δεν τολμούσε να τα ανοίξει. Ήταν πιθανότερο να μην μπορούσε να πετάξει και να τον έτρωγε κάποιο αρπακτικό. Πάντα κάπου σκόνταφτε και πάντα από κάπου αποκλειόταν.
Νύχτωνε νωρίς. Σηκώθηκε. Τράβηξε από το χερούλι τη μικρή αποσκευή, σφίγγοντας στα χέρια του το πακέτο των τσιγάρων. Καθώς διέσχιζε την πλατεία, την κοιτούσε σα να ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν την πόλη. Χάζευε τα νερά του σιντριβανιού που άλλαζαν χρώμα αναλόγως τον φωτισμό, τα επιβλητικά κτήρια της Βασιλέως Γεωργίου, την κίνηση στους δρόμους, τα άνευ λόγου κορναρίσματα και, από την κορυφή των σκαλοπατιών, διέκρινε τους Εύζωνες. Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα. Υπηρέτησε στο πεζικό. Δεν ήταν τόσο ψηλός όσο εκείνοι, αλλά δε θεωρούσε κιόλας πως έκαναν κάτι σπουδαίο. Ήθελε πολύ μεγάλη πειθαρχία, για να στέκονται εκεί ανέκφραστοι και κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, αλλά κι εκείνος το ίδιο έκανε στο σπίτι του. Ανέκφραστος με απόθεμα ανοχής υπό οποιαδήποτε συνθήκη.
Πέρασε το φανάρι. Κατηφόρισε στην Πανεπιστημίου. Περαστικοί τον προσπερνούσαν άλλοτε βιαστικοί, άλλοτε διαβάζοντας κάποιο μήνυμα στο κινητό τους και άλλοτε κουβαλώντας σακούλες με ψώνια και σχολιάζοντας τις τιμές με τη συντροφιά τους.
Στάθηκε μπροστά από την Ακαδημία. Κάθισε για λίγο να πάρει μια ανάσα σε ένα από τα σκαλοπάτια. Ήταν κατάκοπος. Κάτι το ξενύχτι της προηγούμενης μέρας, κάτι το ταξίδι, κάτι όσα τον περίμεναν στο πατρικό του… Άνοιξε πάλι το πακέτο. Πήγε να βγάλει ένα τσιγάρο. Ακόμα δεν είχε αναπτήρα. Δεν ήταν μηχανική η κίνηση. Θα ζητούσε από κάποιον περαστικό φωτιά. Μπανάλ! Το τσιγάρο δεν είναι πια στη μόδα. Οι περισσότεροι είτε ατμίζουν, είτε το έχουν κόψει, και όσοι συνεχίζουν να καπνίζουν το κάνουν σα σχολιαρόπαιδα, σχεδόν στα κρυφά.
Έπαιζε με το πακέτο στριφογυρίζοντας το στα δάχτυλά του. Το ήθελε. Ήθελε να γεμίσουν οι πνεύμονές του νικοτίνη. Να μην υπάρξει ούτε ένα κύτταρο που θα ανέπνεε καθαρό οξυγόνο. Όποτε έκανε την κίνηση να το ανοίξει, ένιωθε το χέρι της Νόρας να του το κλείνει και δεν μπορούσε να εναντιωθεί στην υπόσχεσή του.
Σήκωσε ελαφρά το μανίκι του σακακιού του για να δει την ώρα. Μολονότι, το ρολόι του ήταν ακόμα ρυθμισμένο σε ώρα Ισπανίας, ήταν εύκολο να υπολογίσει την τοπική ώρα. Έπρεπε να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να περιφέρεται στους δρόμους ή θα πήγαινε κάπου να κοιμηθεί και πού.
Συνέχισε να περπατά. Στον πρώτο κάδο που βρέθηκε μπροστά του πέταξε τα τσιγάρα. Έστρεψε το βλέμμα του προς το δρόμο. Ένα ελεύθερο ταξί πλησίαζε. Περπάτησε βιαστικά προς την άκρη του πεζοδρομίου έχοντας σηκωμένο το χέρι του. Ο ταξιτζής σταμάτησε, έβαλε την βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ και πριν καλά – καλά κλείσει την πόρτα ο Αιμίλιος, ο οδηγός τον κοίταξε από τον καθρέφτη:
«Πού πάμε;», τον ρώτησε με οκνηρία στη φωνή του. 
(...συνεχίζεται…)