Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [IV]

            Η Άννα ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα και σκούπισε τον αφρό από τα χείλη της με τα δάχτυλά της, σαν ντροπαλή παιδούλα που ενοχικά για πρώτη φορά δοκίμαζε αλκοόλ:
«Ποιος θα είναι στην κηδεία, Άννα;»
«Κανείς. Ξέρεις τώρα… ο πατέρας σου ήταν πολύ κοινωνικός και δεν ξέρω τι κουτσομπολιά θα ακούσεις. Γι’ αυτό το είπα.»
«Ωραία, πες μου τώρα την αλήθεια.»
«Αγόρι μου, μην τα σκαλίζεις. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να σταθείς στο ύψος σου. Αυτό. Σου είναι τόσο δύσκολο; Να ακούσεις ό,τι έχουν να σου πουν όσοι έρθουν, αλλά μην τους κρίνεις.»
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω. Έχει αποκτήσει παιδιά με άλλη;»
«Όχι, ηρέμησε. Αλήθεια, δε μου είπες, πώς νιώθεις;»
«Πώς θέλεις να νιώσω;»
«Ξέρω ‘γω! Ο πατέρας σου πέθανε.»
«Ναι, σωστά. Ο πατέρας μου πέθανε.», ο Αιμίλιος έγειρε την πλάτη του πίσω στην καρέκλα, έβαλε το χέρι στην τσέπη ψάχνοντας για τσιγάρα, αλλά η τσέπη του ήταν άδεια: «Όταν μου τηλεφώνησε η Νέλυ…»
«Το καημένο το κορίτσι, πότε θα πάψεις να το αποκαλείς με αυτό το όνομα;», τον διέκοψε χαμογελώντας η Άννα.
«Όταν θα εξατμιστεί η χολή της. Τέλος πάντων, όταν μου τηλεφώνησε, μού ήρθε κάπως… ξαφνικό. Λυπήθηκα, όπως θα λυπόμουν για το θάνατο οποιουδήποτε ανθρώπου που είχα γνωρίσει ή συναντήσει κάποτε. Δεν ένιωσα, όμως τον πόνο που νιώθει ένα παιδί όταν χάνει τον πατέρα του.»
«Έχεις γίνει σκληρός.»
«Όχι, είμαι ρεαλιστής. Δεν είχαμε σχέσεις. Στο δικό σου σπίτι μεγάλωσα, όχι στο δικό του. Εσύ ήσουν εκεί, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα και έμαθε ότι πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Είδες τη λάμψη στα μάτια μας την ώρα που μας άφησε στο αεροδρόμιο. Εκείνος θα είχε το πεδίο ελεύθερο, εγώ θα πέταγα από πάνω μου έναν βραχνά κι εσύ θα είχες ακόμα ένα βάρος – να με βοηθήσεις με την εύρεση του σπιτιού και τη μετακόμιση. Το μόνο νέο που μάθαινα από τον πατέρα μου όταν έφυγα για σπουδές ήταν οι ταχυδρομικές επιταγές που μου έστελνε. Στο γάμο μου με τη Νόρα, δεν ήρθε με τη δικαιολογία ότι δεν έβρισκε αεροπορικό εισιτήριο για να έρθει ως τη Μαδρίτη. Του βρήκε η Νόρα και μας είπε ότι το βρήκαμε τελευταία στιγμή και είχε κανονίσει επαγγελματικό ταξίδι. Μας έστειλε δώρο ένα βάζο. Το έχω στο γραφείο μου, για κάδο. Πετάω τα σκουπίδια μου. Τα Χριστούγεννα η γραμματέας του μας έστελνε την εταιρική κάρτα με το τυποποιημένο μήνυμα και όταν πέθανε η Νόρα, δε με κάλεσε ούτε για να με συλλυπηθεί. Έστω τυπικά. Λυπάμαι που δεν κλαίω, λυπάμαι που δεν έχω να μοιραστώ μαζί σου θερμά συναισθήματα.»
«Μπορεί να έχεις δίκιο που αισθάνεσαι έτσι, αλλά έχεις άδικο σε ένα πράγμα· δεν ήσουν ποτέ βάρος για μένα. Το αντίθετο. Ζωντάνεψε το σπίτι.»
Ο Αιμίλιος τής φίλησε τα χέρια με ευγνωμοσύνη:
«Αυτό πάλι με τις κότες; Έφτιαξε κοτέτσι;», άλλαξε το θέμα πριν βάλει τα κλάματα.
«Ναι, τον τελευταίο καιρό είχε αποφασίσει να αρχίσει σιγά – σιγά να αποσύρεται. Πίσω στον κήπο είχε φυτέψει λαχανικά και μερικά δέντρα. Λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές και εκεί δίπλα έφτιαξε κι ένα κοτέτσι.»
«Μάλιστα, από μπον – βιβέρ, αγρότης…»
«Θυμάσαι το φίλο του, τον Ματθαίο;»
«Ναι, πώς δεν τον θυμάμαι;! Κάποια στιγμή τον είχε και λογιστή και μόλις έβλεπε τα έξοδα του πατέρα μου, του έλεγε ότι στο τέλος θα ζητιανεύει για να επιβιώσει και ο πατέρας μου γελούσε και του έλεγε ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Ζει αυτός;»
«Ζει και βασιλεύει. Πλέον έχουν πάει με τη γυναίκα του στο Τολό. Είχαν εξοχικό εκεί που το μετέτρεψαν σε μόνιμη κατοικία μόλις συνταξιοδοτήθηκαν. Αυτός, λοιπόν, είχε πει στον πατέρα σου ότι όσο ασχολείται με το χώμα, τόσο νιώθει την φόρτιση να φεύγει από τα χέρια του, να θάβεται στη γη και να μετουσιώνεται σε κάτι όμορφο, λαμπερό και χρωματιστό. Σε ένα λουλούδι ή σε ένα καρπό.»
«Και ασχολούταν ο ίδιος με τον κήπο; Αυτός πλαστικό λουλούδι έπιανε και μαραινόταν.»
«Κι όμως, σε πληροφορώ ότι τα πήγαινε μια χαρά. Θα πάμε όταν ξημερώσει να δεις το μποστάνι του.»
«Τουλάχιστον κατάφερε να φροντίσει κάτι κι εκείνος…»
«Άσε τον πατέρα σου, να πάει στο φως και πάμε κι εμείς για ύπνο. Μας περιμένει μεγάλη μέρα αύριο.»
Η Άννα σηκώθηκε από την καρέκλα, στηρίχθηκε στο μπαστούνι της, μάζεψε τα ποτήρια και με αργά βήματα πήγαινε να τα ακουμπήσει στον νεροχύτη. Ο Αιμίλιος βεβαιώθηκε ότι είχαν κλειδώσει το σπίτι και την καληνύχτισε:
«Θα τα πούμε αύριο. Τι ώρα θα φύγουμε από εδώ;»
«Μη σε ανησυχεί, έχουμε χρόνο. Θα σε ξυπνήσω το πρωί και θα τα τακτοποιήσουμε όλα. Άντε, να κοιμηθείς!»
«Άννα, πρέπει να μου δώσεις και τα στοιχεία του γραφείου τελετών.»
«Τι να τα κάνεις;»
«Να τακτοποιήσω τα σχετικά.»
«Είναι τακτοποιημένα, μη σε νοιάζει.»
«Από ποιον;»
«Πήγαινε να κοιμηθείς και σταμάτα τη φλυαρία. Από μικρός έτσι ήσουν·  την ώρα που έπρεπε να πας για ύπνο, σου έρχονταν όλες οι ερωτήσεις. Καληνύχτα!», τον φίλησε στο μέτωπο και πήγε στο δωμάτιο της.

(…συνεχίζεται…)
 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου