Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [V]

            Η Άννα μπήκε στο δωμάτιο του προσπαθώντας να ακουμπάει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε το μπαστούνι της στο πάτωμα για να μην κάνει φασαρία και τον τρομάξει ή τον ξυπνήσει απότομα:
«Ξύπνα, υπναρά!», του ψιθύρισε, χαϊδεύοντας τον στο πρόσωπο τρυφερά, όπως τότε που ήταν μικρό παιδί και έπρεπε να ετοιμαστεί για το σχολείο.
«Τι ώρα είναι;»
«Έχει πάει έντεκα. Σου έχω ετοιμάσει πρωινό στην κουζίνα. Σήκω να πλυθείς, να φας καλά – όχι σκέτο καφέ –, να ετοιμαστείς και να έρθεις δίπλα. Πρέπει να πάω, γιατί σε λίγο θα έρθει το κέτερινγκ να ετοιμάσουμε την τραπεζαρία.»
«Θα έρθω να σε βοηθήσω.»
«Δε χρειάζομαι βοήθεια. Θα είναι η Γεωργία, το προσωπικό της εταιρείας… Πάρε το χρόνο σου να ετοιμαστείς κι έλα να σου δείξω και το μποστάνι.»
            Ο Αιμίλιος σηκώθηκε και άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Είχε συννεφιά. Από μικρός το παρατηρούσε· σε όποια εποχή του χρόνου και να γινόταν μια κηδεία, ο ουρανός ήταν πάντα πένθιμος. Ακόμα και ηλιόλουστη να ήταν η μέρα, οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν παγωμένες. Έκλεισε τα παντζούρια.
            Όταν πέρασε την αυλόπορτα του πατρικού του, όλη εκείνη η κίνηση με τους υπαλλήλους της εταιρείας κέτερινγκ να μπαινοβγαίνουν κουβαλώντας τα σκεύη με τα τρόφιμα, τα πλαστικά τελάρα με τα ποτήρια και τις στοίβες πιάτων, τον γύρισαν πίσω στο χρόνο. Κάποτε όλη αυτή η κινητικότητα σήμαινε γιορτή και σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι είχαν έρθει για να προετοιμάσουν το τελευταίο γεύμα προς τιμήν του πατέρα του.
            Στο πίσω μέρος του σπιτιού ο πατέρας του είχε φτιάξει ένα μποστάνι με λαχανικά εποχής, κοντά στη μάντρα είχε φυτέψει μια σειρά από οπωροφόρα δέντρα και από κάτω από μια λεμονιά είχε φωλιάσει ένα μικρό ροζ κυκλάμινο.
            Οι κότες σιωπηλές είχαν σκαρφαλώσει πάνω στις σανίδες που τους είχε βάλει για να κάθονται και να λιάζονται. Ούτε ένα αβγό δεν υπήρχε και ο κόκορας είχε απομονωθεί πάνω σε ένα τσιμεντόλιθο. Ακόμα και αυτά πενθούσαν το χαμό του κηδεμόνα τους. Μόνο ο Αιμίλιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον πόνο τους.
«Μπορώ να σου κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση;», τη ρώτησε καθώς τη βαστούσε από το μπράτσο και συνέχιζαν να περπατούν στον κήπο, χωρίς να την κοιτάξει κατάματα.
«Ό,τι θες, παιδί μου.»
«Είχες ποτέ ερωτική σχέση με τον πατέρα μου;»
«Άσε με, παιδάκι μου! Δε μου έφθαναν τα βάσανά μου, να έχω και τον πατέρα σου. Αυτός είχε τα μυαλά πάνω από το κεφάλι.»
«Εσένα, όμως σε εκτιμούσε.»
«Και με αγάπαγε. Κι εγώ το ίδιο. Μαζί μεγαλώσαμε. Τα σπίτια μας δίπλα – δίπλα και οι μανάδες μας ήταν φιληνάδες. Σαν αδελφό μου τον είχα. Δεν έχεις ιδέα πόσο μου λείπει. Μπορεί να έκανε τις παλαβομάρες του, αλλά είχε χρυσή καρδιά.»
 
            Η ώρα της κηδείας έφθασε. Η ηλικιωμένη γυναίκα υποβασταζόμενη από τον Αιμίλιο κάλυψε με ένα μαύρο πέπλο το πρόσωπό της για να θρηνήσει το χαμό του φίλου της χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί σε κανέναν για τη βαριά της ψυχή. Μόλις τελείωσε η ακολουθία, σήκωσε ελαφρώς το πέπλο, τον φίλησε στο μέτωπο και αργά με τη βοήθεια του μπαστουνιού της έφθασε ως την έξοδο.
            Η ξαδέλφη Νέλυ, πάντα πρόθυμη να ανακατευθεί, προσφέρθηκε να πάει την Άννα με το αυτοκίνητό της ως το σπίτι.
«Δε χρειάζεται, θα πάω εγώ μαζί της.»
«Αιμίλιε, δε γίνεται. Πήγαινε προς την ταφή και θα τη συνοδέψω εγώ. Δε θα αργήσω. Θα την αφήσω στο σπίτι και θα γυρίσω για να πάρω εσένα και τους γονείς μου.»
Ένιωθε παγιδευμένος ανάμεσα στα λιβάνια, τα δάκρυα και τα σχόλια αγνώστων προς εκείνον ανθρώπων.
            Καθώς προχωρούσε στο διάδρομο προς τον τάφο, συνοδεύοντας το φέρετρο, τον σταμάτησε μια γυναίκα καλοβαλμένη, ντυμένη στα μαύρα με ευγενική φυσιογνωμία και του ζήτησε μετά την τελετή να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
            Η πρώτη φτυαριά με το χώμα έπεσε και ακούστηκε ο θόρυβος από τα μικρά πετραδάκια καθώς έπεφταν πάνω στο ξύλινο καπάκι. Έφυγε. Είχε κάνει το καθήκον του ως όφειλε, σαν καλός γυιός τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία.
                 Περπάτησε ως τον κεντρικό δρόμο. Θα μπορούσε να φύγει με κάποιον συγγενή, αλλά προτίμησε να πάρει ταξί – λιγότερες ερωτήσεις.
            Όταν έφθασε στο πατρικό του, βρήκε την Άννα στο δωμάτιο του πατέρα του. Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε πάνω από το μαξιλάρι του σα μωρό. Χτύπησε την πόρτα:
«Να περάσω;»
Εκείνη σκούπισε τα μάτια με τα ρυτιδιασμένα, κουρασμένα χέρια της. Ο Αιμίλιος έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από τη θήκη που ήταν τοποθετημένη στο κομοδίνο και της το προσέφερε:
«Ενοχλώ;»
«Μέχρι να τον δω στο φέρετρο δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έφυγε. Εσύ πώς και ήρθες τόσο γρήγορα;»
«Μόλις τον έβαλαν μέσα έφυγα.»
«Καλά, δεν έμεινες ούτε για να σε συλλυπηθούν;»
«Μην ανησυχείς, έχω αφήσει αντιπρόσωπο. Θα τους αναλάβει η Νέλυ. Αν θέλει κάποιος να με συλλυπηθεί, μπορεί να το κάνει σε λίγο που θα έρθουν για την ψαρόσουπα.»
«Εσύ πώς είσαι;»
«Όπως ήμουν και προχθές και εχθές και όπως θα είμαι και αύριο και μεθαύριο. Πενθώ ακόμα για τη γυναίκα μου. Όταν έχασα τη Νόρα, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Ούτε κατάλαβα πώς έγινε. Η γυναίκα μου ήταν ο άνθρωπός μου, το στήριγμά μου, η έμπνευσή μου και γιατί όχι, η ίδια μου η ζωή. Ακόμα για εκείνη πονώ, μόνο για εκείνη έχω δάκρυα… και για σένα. Εσείς οι δυο είστε οι σημαντικότεροι άνθρωποι για μένα. Αν πάθεις κάτι εσύ, θα ορφανέψω. Όχι, συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να στεναχωρηθώ για έναν άνθρωπο που δεν έδινε πεντάρα για μένα, που τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε καμία επικοινωνία και που πάντοτε φερόταν τόσο εγωκεντρικά.»
«Σε αγαπούσε. Με τον τρόπο του, αλλά σε αγαπούσε.»
Ο τρόπος του που τον αγαπούσε, δεν του έλεγε τίποτα. Συχνά άκουγε την Άννα να του δικαιολογεί τους γονείς του χρησιμοποιώντας αυτή τη φράση, αλλά εκείνου δεν του καιγόταν καρφί, αν κάποιος τον αγαπούσε με τον τρόπο του, σημασία είχε να έφθανε η αγάπη στον ίδιο, διαφορετικά ο τρόπος ήταν λανθασμένος.
«Ήρθε και με βρήκε μια γυναίκα.»
«Ποια γυναίκα;», η Άννα έστρεψε τον κορμό της προς εκείνον, κρεμόταν από τα χείλη του.
«Δεν την ξέρω. Στεκόταν αριστερά σου στη λειτουργία. Μια φινετσάτη κυρία με ευγενική φυσιογνωμία.»
«Τι σου είπε;»
«Τίποτα, μου είπε ότι θα έρθει για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως.»
«Καλώς, να πάτε στη βιβλιοθήκη να τα πείτε ή πίσω στο μποστάνι… όχι, να πάτε καλύτερα στο σπίτι μου, να είστε πιο ήσυχα. Πάμε; Ακούω αμάξια. Θα ήρθαν οι πρώτοι.»
            Η γυναίκα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού. Με το βλέμμα της επεξεργαζόταν το χώρο, άγγιζε τα αντικείμενα με τα ακροδάχτυλά της και πλησίασε τον Αιμίλιο. Της πρότεινε να πάνε στη βιβλιοθήκη. Ο πατέρας του είχε μια μικρή κάβα με διαφόρων ειδών ποτά. Ήπιαν ένα κονιάκ, όπως άρμοζε στην περίσταση και η ώρα για συστάσεις είχε πλέον έρθει. Η μυστηριώδης γυναίκα ήταν η Έφη, η μητέρα του.
            Καθόταν απέναντί της, την άκουγε προσεκτικά χωρίς να τη διακόπτει και το πρόσωπό του παρέμενε ανέκφραστο. Δεν είχε έρθει για να του απολογηθεί, ούτε για να κάνουν μαζί μια αρχή στη σχέση τους. Η κηδεία ήταν μια τέλεια ευκαιρία για να τον δει για ακόμα μια φορά, έστω κι αν ήταν η τελευταία. Δεν του μίλησε για το παρελθόν παρά μόνο για τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Λύθηκε και το μυστήριο σχετικά με τα έξοδα της κηδείας. Τα είχε αναλάβει όλα η Έφη – όχι ως ένδειξη αγάπης για όσα έζησε με τον πρώην σύζυγό της, αλλά για να απαλλάξει το γυιό της από αυτήν την υποχρέωση.
            Ολοκλήρωσε τυπικά τη συνομιλία τους, ευχαριστώντας την που ανέλαβε τα έξοδα και την οδήγησε στην τραπεζαρία. Εκείνος κλείστηκε στο δωμάτιο του. Τα πράγματα του ήταν στην ίδια θέση, όπως τα είχε αφήσει πριν φύγει για σπουδές. Ακόμα και οι αφίσες των συγκροτημάτων στον τοίχο, αν και κιτρινισμένες, κρέμονταν ακόμα από τις ίδιες σκουριασμένες πινέζες.
            Πήρε το μεταλλικό καλάθι των αχρήστων και άρχισε το ξεκαθάρισμα. Ξεκίνησε από τις οικογενειακές φωτογραφίες. Εκείνες τις λίγες που είχε από τη βρεφική του ηλικία, τους σχολικούς επαίνους, τα γράμματα που είχε γράψει στη μητέρα του, αλλά δεν τα είχε ταχυδρομήσει ποτέ, γιατί αγνοούσε πού βρισκόταν.
«Παιδί μου, μιλήσατε;», τον ρώτησε η Άννα από την πόρτα του δωματίου.
«Ναι. Δεν είχαμε και πολλά να πούμε.»
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Πλησίασε στον μεταλλικό κάδο και με δυσκολία έσκυψε για να δει τι πετούσε:
«Πού οφείλεται αυτός ο ζήλος για ξεκαθάρισμα;»
«Σε παρακαλώ, άφησέ με μόνο μου.»
«Μην παιδιαρίζεις. Προσπάθησε να δικαιολογήσεις τους ανθρώπους. Έσφαλαν, δε σου το αρνούμαι, αλλά κι εσύ τώρα… τι παιδιαρίσματα είναι αυτά που κάνεις;»
«Το σπίτι δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει. Εγώ απόψε επιστρέφω στην Ισπανία και καλό είναι να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα για να μην τα βρει ο επόμενος ιδιοκτήτης. Αυτό είναι όλο.»
«Το σπίτι είναι δικό σου. Γυναικάς ήταν, όχι ηλίθιος. Μείνε λίγες μέρες ακόμα. Ήρθες και με τούτα και με ‘κείνα, δεν πρόλαβα να σε χαρώ.»
«Έχω δουλειές.»
«Μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που σε βλέπω. Έχω γίνει μαυσωλείο πια! Δε γίνεται να καθυστερήσεις λιγάκι την επιστροφή σου;»
«Κοίτα, θα σου το ζητούσα μόλις έφευγαν όλοι αυτοί, αλλά μια που το έφερε η κουβέντα, θα σου το πω τώρα. Θέλω να έρθεις μαζί μου. Εδώ δεν έχεις κανέναν. Το σπίτι μου είναι μεγάλο, το έχεις δει, θα έχεις το δικό σου δωμάτιο και δε θα έχεις να ανησυχείς για τίποτα. Όσο ο πατέρας μου ήταν εδώ είχες και έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα. Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου.»
«Δε γίνεται, τώρα έχω άλλα βάσανα. Μου άφησε τις κότες και τα ραπανάκια. Δεν είδες;»
«Θα τα δώσουμε σε κάποιον. Θα σε φροντίζω και θα είμαι ήσυχος ότι είσαι καλά.»
«Χαίρομαι που με σκέφτεσαι, όμως εδώ μεγάλωσα. Εδώ είναι το σπίτι μου, η ρουτίνα μου και αν φύγω, θα μαραζώσω. Εδώ βγαίνω έξω, πάω μέχρι το μπακάλη στη γωνία και χαιρετάω δέκα ανθρώπους. Να έρθω εκεί, όχι μόνο δε θα ξέρω κανέναν, αλλά και να θέλω να τον χαιρετίσω, δε θα μπορώ να σταυρώσω λέξη. Ή μήπως φαντάζεσαι πως θα μιλάω μόνο με σένα; Εδώ που τα λέμε δεν είσαι και ο ευκολότερος άνθρωπος για κουβέντα.»
«Έστω να έρθεις για λίγες μέρες. Θα τα κανονίσω όλα εγώ.»
«Θα δούμε. Με την Έφη πώς πήγε; Όλα καλά;»
«Θα ήθελα να είχα περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της. Τώρα απλώς τη γνώρισα και ο καθένας τραβάει το δρόμο του.»
«Είναι η μάνα σου. Μην της γυρνάς την πλάτη.»
«Σου θυμίζω ότι η τελευταία φορά που την είδα ήταν όταν ήμουν τριών, δεν την θυμόμουν καν και μου γύρισε εκείνη πρώτη την πλάτη.»
«Δεν αισθάνεσαι την ανάγκη να κρατήσεις μια επαφή μαζί της… έστω τυπική;»
«Όχι. Οι γονείς νομίζουν πως ο φέρων τα γονίδια τους είναι υποχρεωμένος να τους αγιοποιεί, να τους συγχωρεί και να τους αγαπά ανιδιοτελώς. Δε θα τους φορέσω το φωτοστέφανο, επειδή με γέννησαν. Ούτε επειδή έχω το όνομά τους σημαίνει ότι πρέπει να δείχνω κατανόηση και να τρέφω συναισθήματα. Είναι κι αυτή μια σχέση ζωής. Αν δεν τον έχεις ζήσει τον άλλον, πώς να τον αγαπήσεις και πώς να τον συμπονέσεις; Λυπάμαι που ακούγομαι σκληρός, αλλά έτσι είναι. Δε γίνεται να μελώνουμε τα πάντα κατά όπως μας βολεύει.»
«Τι έχεις πάθει;»
«Όταν μου τηλεφώνησε η Νέλυ για να μου πει ότι πέθανε, πήγα σε ένα μπαρ να πιώ και το ξημέρωμα με βρήκε λιώμα σε ένα σοκάκι δίπλα σε έναν αδέσποτο σκύλο που είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια μου για να κουρνιάσει. Εκείνη την ώρα, ταυτίστηκα τόσο πολύ με ‘κείνο το ζωντανό. Ήμασταν και οι δυο αδέσποτοι. Οι γονείς μας υπήρξαν, κάποτε… μια φορά στο παρελθόν, αλλά σε εκείνο το σοκάκι δεν ήταν κοντά μας. Αδέσποτοι χωρίς ταυτότητα, ο καθένας να μας αποκαλεί όπως του καπνίσει, άλλοι να μας κοιτάζουν με οίκτο και άλλοι με αποδοκιμασία. Εκεί ήταν που ο διακόπτης γύρισε, η λάμπα άναψε και οτιδήποτε συνέβαινε γύρω φαινόταν πεντακάθαρα πια. Κι αν με ρωτάς, σε περίπτωση που θα έπρεπε να επιλέξω κάποιον για να αγαπώ ανιδιοτελώς, να συγχωρώ, να αγιοποιώ και να του φορέσω το φωτοστέφανο, αυτή θα είσαι εσύ που με μεγάλωσες. Η μοναδική που ήταν κοντά μου πριν και μετά το γύρισμα του διακόπτη.»
 
Τέλος

[Πηγή φωτογραφίας: hager]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου