Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [II]

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Αθήνα. Βγαίνοντας από την αίθουσα των αναχωρήσεων άρχισε να νιώθει ένα βάρος στο στήθος. Αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Είχε κόψει το κάπνισμα για χάρη της Νόρας. Εκείνη, από την άλλη, του έλεγε ότι δεν ήθελε χάρες, έπρεπε να το κάνει για το δικό του καλό, όμως για εκείνον η αποτοξίνωση από τη νικοτίνη ήθελε ένα ισχυρό κίνητρο και το βρήκε στο πρόσωπό της.
Επιβιβάστηκε στο λεωφορείο με προορισμό το κέντρο. Κάθισε σε ένα από τα παγκάκια της πλατείας Συντάγματος. Ακούμπησε τη βαλίτσα του δίπλα στα πόδια του και έβγαλε από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα. Έσκισε τη ζελατίνα και άνοιξε το πακέτο. Τράβηξε ένα τσιγάρο από τη μέση.  Το στερέωσε μεταξύ των χειλιών του και έψαξε στις τσέπες του για να βρει τον αναπτήρα. Είχε ξεχάσει να αγοράσει. Έβαλε πάλι το τσιγάρο στο πακέτο. Κοιτούσε τους πιτσιρικάδες που έκαναν skateboard  στα σκαλοπάτια έχοντας στη διαπασών τη μουσική. Ο κρυφός ανταγωνισμός τους για το ποιος είναι καλύτερος και η εμμονή να επιδείξουν τις δεξιότητες τους, τον πήγε πολλά χρόνια πίσω.
Θυμήθηκε για λίγο την εφηβεία του. Κι εκείνος ήθελε να κάνει κόλπα με μια σανίδα. Να γλιστράει στο κράσπεδο και μαζί της να τινάζεται ψηλά και να τον κοιτάζουν οι άλλοι σα να πρόκειται για κάποιον υπέρ – ήρωα. Η αδυναμία του να ισορροπεί σε ένα κομμάτι ξύλου που στηριζόταν σε μικροσκοπικά ροδάκια, τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με πουλί σε αιχμαλωσία. Τα φτερά κολλημένα στο σώμα του και αν κάποιος ξεχνούσε το πορτάκι του κλουβιού ανοιχτό, εκείνος δεν τολμούσε να τα ανοίξει. Ήταν πιθανότερο να μην μπορούσε να πετάξει και να τον έτρωγε κάποιο αρπακτικό. Πάντα κάπου σκόνταφτε και πάντα από κάπου αποκλειόταν.
Νύχτωνε νωρίς. Σηκώθηκε. Τράβηξε από το χερούλι τη μικρή αποσκευή, σφίγγοντας στα χέρια του το πακέτο των τσιγάρων. Καθώς διέσχιζε την πλατεία, την κοιτούσε σα να ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν την πόλη. Χάζευε τα νερά του σιντριβανιού που άλλαζαν χρώμα αναλόγως τον φωτισμό, τα επιβλητικά κτήρια της Βασιλέως Γεωργίου, την κίνηση στους δρόμους, τα άνευ λόγου κορναρίσματα και, από την κορυφή των σκαλοπατιών, διέκρινε τους Εύζωνες. Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα. Υπηρέτησε στο πεζικό. Δεν ήταν τόσο ψηλός όσο εκείνοι, αλλά δε θεωρούσε κιόλας πως έκαναν κάτι σπουδαίο. Ήθελε πολύ μεγάλη πειθαρχία, για να στέκονται εκεί ανέκφραστοι και κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, αλλά κι εκείνος το ίδιο έκανε στο σπίτι του. Ανέκφραστος με απόθεμα ανοχής υπό οποιαδήποτε συνθήκη.
Πέρασε το φανάρι. Κατηφόρισε στην Πανεπιστημίου. Περαστικοί τον προσπερνούσαν άλλοτε βιαστικοί, άλλοτε διαβάζοντας κάποιο μήνυμα στο κινητό τους και άλλοτε κουβαλώντας σακούλες με ψώνια και σχολιάζοντας τις τιμές με τη συντροφιά τους.
Στάθηκε μπροστά από την Ακαδημία. Κάθισε για λίγο να πάρει μια ανάσα σε ένα από τα σκαλοπάτια. Ήταν κατάκοπος. Κάτι το ξενύχτι της προηγούμενης μέρας, κάτι το ταξίδι, κάτι όσα τον περίμεναν στο πατρικό του… Άνοιξε πάλι το πακέτο. Πήγε να βγάλει ένα τσιγάρο. Ακόμα δεν είχε αναπτήρα. Δεν ήταν μηχανική η κίνηση. Θα ζητούσε από κάποιον περαστικό φωτιά. Μπανάλ! Το τσιγάρο δεν είναι πια στη μόδα. Οι περισσότεροι είτε ατμίζουν, είτε το έχουν κόψει, και όσοι συνεχίζουν να καπνίζουν το κάνουν σα σχολιαρόπαιδα, σχεδόν στα κρυφά.
Έπαιζε με το πακέτο στριφογυρίζοντας το στα δάχτυλά του. Το ήθελε. Ήθελε να γεμίσουν οι πνεύμονές του νικοτίνη. Να μην υπάρξει ούτε ένα κύτταρο που θα ανέπνεε καθαρό οξυγόνο. Όποτε έκανε την κίνηση να το ανοίξει, ένιωθε το χέρι της Νόρας να του το κλείνει και δεν μπορούσε να εναντιωθεί στην υπόσχεσή του.
Σήκωσε ελαφρά το μανίκι του σακακιού του για να δει την ώρα. Μολονότι, το ρολόι του ήταν ακόμα ρυθμισμένο σε ώρα Ισπανίας, ήταν εύκολο να υπολογίσει την τοπική ώρα. Έπρεπε να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να περιφέρεται στους δρόμους ή θα πήγαινε κάπου να κοιμηθεί και πού.
Συνέχισε να περπατά. Στον πρώτο κάδο που βρέθηκε μπροστά του πέταξε τα τσιγάρα. Έστρεψε το βλέμμα του προς το δρόμο. Ένα ελεύθερο ταξί πλησίαζε. Περπάτησε βιαστικά προς την άκρη του πεζοδρομίου έχοντας σηκωμένο το χέρι του. Ο ταξιτζής σταμάτησε, έβαλε την βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ και πριν καλά – καλά κλείσει την πόρτα ο Αιμίλιος, ο οδηγός τον κοίταξε από τον καθρέφτη:
«Πού πάμε;», τον ρώτησε με οκνηρία στη φωνή του. 
(...συνεχίζεται…)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου