Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [I]

Ο Αιμίλιος πέρασε όλο το βράδυ σε ένα μπαρ που βρήκε τυχαία καθώς περπατούσε. Είχε ξεκινήσει τη βόλτα του νωρίς το απόγευμα και ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
Δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι παρά μόνο για εξωτερικές δουλειές που απαιτούσαν τη φυσική του παρουσία. Έβρισκε άσκοπο να λιώνει τις σόλες των παπουτσιών του στα λιθόστρωτα σοκάκια της πόλης άνευ λόγου.
Είχε μόλις τελειώσει το γεύμα του και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο για να απολαύσει τον καφέ του και να ξεκουράσει τα μάτια του προτού επιστρέψει ξανά στη μελέτη για την τυροκομική μονάδα που θα έχτιζε σε μια επαρχία μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την πόλη, για λογαριασμό ενός Γάλλου, κάποιου κύριου Μπερντό, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του.
Η αχώνευτη ξαδέλφη του – όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, εξαιτίας της ομοιότητας της τόσο στην εμφάνιση όσο και στο χαρακτήρα με τη Νέλυ Όλσεν από το “Μικρό σπίτι στο λιβάδι”, το οποίο παρακολουθούσε ανελλιπώς κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων – τον ενημέρωσε ότι ο πατέρας του βρέθηκε νεκρός στο κοτέτσι. Έπαθε ανακοπή την ώρα που τάιζε τις κότες. 
Ήταν μοιραίο. Ο ίδιος δεν εξεπλάγην. Ο πατέρας του σε όλη του τη ζωή είχε ταΐσει κότες και κότες. Κάποια στιγμή θα του έπαιρναν και την ψυχή.
Η μητέρα του είχε καταλάβει την αδυναμία του συζύγου της στα πούπουλα. Η σταγόνα ξεχείλισε όταν ένα βράδυ τους είχαν προσκαλέσει σε αποκριάτικο πάρτι κι έπιασε τον άντρα της στο μπάνιο αγκαλιά με μια ημίγυμνη γυναίκα και εκείνον στολισμένο με τα μποα της. Αποχώρισε σιωπηλά. Ήταν υπέρ του δόγματος οφθαλμός αντί οφθαλμού, μόνο που εκείνη ερωτεύθηκε τόσο πολύ τον εραστή της που αποφάσισε να τους εγκαταλείψει και να φύγει μαζί του. Έκτοτε δεν την ξαναείδαν. Το διαζύγιο ήταν καθολικό. Χωρισμένη από οτιδήποτε ανήκε στο παρελθόν της, ξεκίνησε το μέλλον της με τη δική της γέννηση ως μια άλλη γυναίκα, με διαφορετικούς στόχους.
Ο Αιμίλιος ήταν μόλις τριών ετών. Ο πατέρας του πολυάσχολος και αδαής ως προς την ανατροφή ενός παιδιού, ανέθεσε το ρόλο της παραμάνας στην Άννα, τη γειτόνισσα τους, με το αζημίωτο… φυσικά.
Η Άννα ενδεχομένως να ήταν η μοναδική γυναίκα που ο πατέρας του σεβόταν περισσότερο και από την ίδια του τη σύζυγο. Η γνώμη της πάντοτε μετρούσε και χωρίς εκείνη στο σπίτι αισθανόταν μετέωρος. Ήταν η μοναδική γυναίκα που δεν είχε αγγίξει, αλλά από την άλλη πώς θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο με βεβαιότητα;
Βρισκόταν ήδη στο τρίτο ποτήρι ουίσκι. Δεν είχε μεθύσει, όμως άρχισε να νιώθει τα σύννεφα του μυαλού του να διαλύονται. Ο θάνατος του πατέρα του αποτέλεσε ένα μικρό παράθυρο απ' όπου έμπαινε κρύος, δυνατός άνεμος ικανός να γυρίσει το διακόπτη και να φωτίσει τις αποθήκες της μνήμης του. Είχε πάντα στο μυαλό του ένα καλοδουλεμένο παραμύθι χωρίς δράκους και πτώματα, μια δικαιολογία για να ζουν όλοι καλά κι εκείνος καλύτερα. Τις τελευταίες ώρες μετά λύπης του διαπίστωνε ότι αυτό που πετύχαινε ήταν να ζουν όλοι καλά κι εκείνος να παριστάνει τον ακόλουθο.
Πάντοτε ακολουθούσε. Άλλοτε επειδή δεν είχε επιλογή και άλλοτε από φόβο. Εκείνον τον φόβο που προκαλούσε η οικονομική ανασφάλεια και η ρετσινιά που θα του άφηναν αν τυχόν ακουγόταν στους κύκλους του πατέρα του πως δεν ήταν άξιος γυιός. Έπειτα από ένα διαζύγιο και μια χηρεία, οι γνώμες των άλλων έπαυαν να φθάνουν στα αφτιά του. Όσο δυνατά κι αν μιλούσαν, η ταχύτητα του ήχου είχε μηδενιστεί.
Έκανε νόημα στον μπάρμαν να του γεμίσει ξανά το ποτήρι.
Η επιστροφή στην Ελλάδα δεν ήταν μέσα στα σχέδια του. Είχαν περάσει περίπου οκτώ μήνες από το θάνατο της Νόρας και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να βρεθεί σε ένα καφενείο με όλο το σόι να εκφράζει τη λύπη του για το δεύτερο χτύπημα που τον βρήκε μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Λυπήθηκε για τον πατέρα του, αλλά ο αιφνίδιος χαμός της Νόρας ήταν εκείνος που τον σημάδεψε.
Η κηδεία· μια ακόμα ανυπόφορη μέρα. Οι κότες θα θρηνούσαν τον κόκκορα και θα σκουπίζαν τα δάκρυα τους με τα μπόα, όσο η εξαδέλφη Νέλυ Όλσεν (κατά κόσμον Αθανασία Στριγκάρη) θα τύλιγε το χέρι της στο μπράτσο του και σαν πύθωνας θα το έσφιγγε μέχρι να διακόψει την κυκλοφορία του αίματός του.
Είχε φθάσει ήδη στο έκτο ουίσκι. Πλήρωσε και σηκώθηκε για να φύγει. Βγήκε από την πόρτα και κατέρρευσε. Ζαλιζόταν. Τα πόδια του δυσκολεύονταν να τον πάνε ως τον κεντρικό δρόμο για να πάρει ένα ταξί. Στερέωσε την πλάτη του στον πέτρινο τοίχο. Ήταν περασμένες τρεις. Δεν περνούσε κανείς από το σοκάκι. Ένα αδέσποτο γέρικο σκυλί κάθισε δίπλα του. Το κοίταξε. Ο σκύλος ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια του Αιμίλιου και μαζί άκουγαν τον ήχο της αλυσίδας από την οποία κρεμόταν η ξύλινη επιγραφή του μπαρ.
Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος ένας οδοκαθαριστής τον βοήθησε να σηκωθεί. Με βαριά βήματα έφθασε στο σπίτι του. Έβαλε σε μια αποσκευή τα απολύτως απαραίτητα και το μαύρο του κοστούμι. Η επόμενη πτήση με προορισμό την Αθήνα θα αναχωρούσε το μεσημέρι.

(συνεχίζεται...)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου