Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Η πρόβα (ΙI)

            Η Μαρουλίτα αποβιβάστηκε από το ταξί. Διέσχισε τρέχοντας το δρόμο πριν αλλάξει το φανάρι. Έσπρωξε την βαριά, σιδερένια πόρτα του θεάτρου, μπήκε και βάδισε γρήγορα προς τη σκηνή.
            Δεν υπήρχε κανείς. Κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν δέκα παρά πέντε. Σε πέντε λεπτά θα άρχιζε η πρόβα και ακόμα δεν είχαν πάει.
«Κώστα! Κώστα, είσαι εδώ;», φώναξε, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση.
Κανένα μέλος του θιάσου δε φημιζόταν για την ασυνέπεια του. Θα έπρεπε να βρίσκονταν ήδη εκεί.
Πήγε στο φουαγιέ. Ο μπάρμαν δεν ήξερε τίποτα. Ούτε για τον καφέ, ούτε για την πορτοκαλόπιτα, ούτε για τον Κώστα, ούτε για τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Η Μαρουλίτα άρχισε να πανικοβάλλεται. Άνοιξε το παλτό της, χαλάρωσε το κασκόλ της, περπατούσε σα χαμένη γυρνώντας γύρω από το ίδιο σημείο. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Έβγαλε το κινητό από την τσάντα, κάλεσε τον Κώστα. Το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο. Κάλεσε τη Μαρία, τη συμπρωταγωνίστρια της, αλλά:
«Ο συνδρομητής που καλείτε έχει πιθανόν το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο ή βρίσκεται εκτός δικτύου. Θα ενημερωθεί για την κλήση…», έκλεισε το τηλέφωνο.
Κάλεσε όλους όσων τα τηλέφωνα γνώριζε και όλοι είχαν τα κινητά τους απενεργοποιημένα. Τελευταία της ελπίδα ο Βελισσάριος:
«Έλα, τι έγινε;»
«Βελισσάριε, έχουμε πρόβλημα.»
«Κλαις; Τι συνέβη;»
«Τα παιδιά, Βελισσάριε…», προσπάθησε να του εξηγήσει με λυγμούς, «Ήρθα για την πρόβα και δεν είναι κανείς.»
«Ωραία, πώς κάνεις έτσι. Φύγε. Εσύ δεν είσαι που έλεγες ότι δε θα πατήσεις στην πρόβα και τα έβαλες με όλους μας;»
«Έλα, σταμάτα. Ξέρεις ότι αν δεν έχω πάρει πρωινό, δε θέλω πολλά – πολλά και είμαι κακοδιάθετη. Πες μου τώρα τι να κάνω;»
«Μήπως πήγες σε άλλο θέατρο;»
«Τι λες, μωρέ!»
«Πήρες τηλέφωνο τον Κώστα;»
«Τηλεφώνησα σε όλους και κανείς δεν απαντάει. Όλοι έχουν απενεργοποιημένα τα κινητά τους.»
«Έλα, ηρέμησε. Όλα καλά θα είναι. Πού είσαι τώρα;»
«Στο φουαγιέ.»
«Πήγαινε στο καμαρίνι σου να ετοιμαστείς και θα τους ψάξω κι εγώ.»
«Καλά, να με ειδοποιήσεις, εντάξει;»
«Ναι, ετοιμάσου εσύ και θα σου τηλεφωνήσω μόλις έχω νέα.»
«Εντάξει, θα περιμένω. Φιλάκια!»
            Η Μαρουλίτα έβαλε το κινητό στην τσάντα, σκούπισε τα δάκρυα της με ένα από τα αγαπημένα της εκρού χαρτομάντιλα που είχαν ανάγλυφο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και πλησίασε στο μπαρ. Ζήτησε ένα ποτήρι μεταλλικό νερό και χωρίς να ανταλλάξει κουβέντα με τον μπάρμαν, έμεινε για λίγο μέχρι να ηρεμήσει.
            Πρώτη φορά της το έκαναν αυτό και το μυαλό της πήγαινε στο χειρότερο. Όσο διάστημα συνεργαζόταν με τον ίδιο θίασο, αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ. Σηκώθηκε, πήρε μαζί της το ποτήρι με όσο νερό είχε απομείνει, την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς το καμαρίνι.
Όλα έμοιαζαν σα να τα βίωνε για πρώτη φορά. Πρώτη φορά δεν την περίμενε η πορτοκαλόπιτα που της είχε τάξει ο Κώστας, πρώτη φορά δεν έβρισκε κανέναν, πρώτη φορά το θέατρο της φαινόταν τόσο τρομακτικό μέσα στη σιωπή, πρώτη φορά κρύωνε στο χώρο που την αναζωογονούσε. Πέρασε δίπλα από παλαιά σκηνικά, τα οποία ήταν στερεωμένα στους τοίχους δεξιά και αριστερά του διαδρόμου, δεκάδες καλώδια σκορπισμένα, τα φώτα σβηστά και η μόνη πηγή φωτός, ο φακός του κινητού της. Το τόσο “έξυπνο κινητό” της που δεν μπορούσε να της απαντήσει στην απλή ερώτηση:
«Πού πήγαν όλοι;»
            Έφθασε στο καμαρίνι της. Άνοιξε την πόρτα. Σκοτάδι. Άναψε τα φώτα και:
«Έκπληξη!», φώναξαν όλοι μαζί.
Το ποτήρι, η τσάντα, το “έξυπνο” κινητό τής έπεσαν από τα χέρια και από την τρομάρα της άρχισε να ουρλιάζει.
Ο Κώστας κρατούσε την τούρτα, ο Βελισσάριος μια σύνθεση από τα αγαπημένα της λουλούδια. Όλοι τους ήταν εκεί. Είχαν στριμωχτεί ο ένας δίπλα στον άλλον για να της τραγουδήσουν:
«Να ζήσεις, Μαρουλίτα και χρόνια πολλά!
Μεγάλη να γίνεις με Όσκαρ πολλά!
Παντού να σκορπίζεις της νιότης το φως και όλοι να λένε:
ΝΑ ΜΙΑ ΤΡΑΝΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ!»

(Πηγή φωτογραφίας: http://www.imgrum.org/user/adalivitsanou)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου