
Το λεωφορείο μας άφησε
στη στάση λίγα μέτρα πριν από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Περπατήσαμε
κατά μήκος του δρόμου, μεταξύ των δέντρων και δίπλα σε θάμνους που με το
πέρασμα των χρόνων, τα κλαδιά τους είχαν δημιουργήσει ένα κέντημα και τα φύλλα
του ενός αναμειγνύονταν με του άλλου, αναρριχώμενα φυτά σαν κορδέλες τυλίγονταν
ανάμεσα τους και με δυσκολία ξεχώριζες τα είδη των φυτών που συναντούσες. Εκεί
μέσα έπαιζαν κρυφτό ερείπεια βυζαντινών και παλαιοχριστιανικών ναών που είχαν
απομείνει.
Φθάσαμε στην είσοδο.
Προσοχή! Προσοχή! Στο ταμείο (προς το παρόν τουλάχιστον) δε δέχονται πληρωμή με
κάρτα. Μια πληροφορία που δεν την είχαμε και τα μετρητά μας έφθαναν μόνο για να
πληρώσουμε το ταξί, γιατί το επόμενο λεωφορείο προς Πρέβεζα θα περνούσε στις
πέντε παρά τέταρτο το απόγευμα. Μόλις η ταμίας μάς είπε ότι δέχεται μόνο
μετρητά, κοιταχτήκαμε και χωρίς δεύτερη σκέψη θυσιάσαμε τα μόνο χρήματα που
είχαμε, για την επίσκεψη στο χώρο. Έπρεπε οπωσδήποτε να δούμε τι κρυβόταν πίσω
από εκείνα τα επιβλητικά και τα τεράστια σε μήκος τείχη. Όσο για την επιστροφή;
Λύσεις υπήρχαν. Το θέμα είναι να υπάρχει καλή θέληση και σωστή συνεννόηση.
Νικόπολις, λοιπόν. Η
«πόλις της νίκης» ιδρύθηκε ως σύμβολο της μεγάλης νίκης του Γάιου Ιουλίου
Καίσαρα Οκταβιανού και μετέπειτα Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου ενάντια στο
Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα Ζ΄ της Αιγύπτου στο Άκτιο το 31 π.Χ. και άκμασε
κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.

Κοντά στη βελανιδιά βρίσκεται
το μικρό νυμφαίο, το οποίο χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π. Χ. και το
εσωτερικό των δυο κογχών ήταν επενδυμένο με τριών ειδών κοχύλια (πορφύρες, αχιβάδες
και κυδώνια).

Κατηφορίσαμε προς την
έξοδο και… τι; Νομίζεις πως αυτό ήταν; Όχι, βέβαια. Βγήκαμε από την έξοδο και
περπατήσαμε λίγο πιο κάτω και περάσαμε μια άλλη πύλη για να επισκεφθούμε το
Ωδείο.
Περπατούσαμε… περπατούσαμε…
περπατούσαμε και ωδείο δε βλέπαμε. Περάσαμε δίπλα από χωράφια, θερμοκήπια και
στο βάθος διακρίναμε κάτι πέτρες αρχαίες και κάπως αναθαρρήσαμε. Φθάσαμε στο
Ωδείο και τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα να κουβαλούν τα κομμάτια ενός πιάνου
με ουρά. Όταν μπήκαμε είδα έναν τεχνικό να κουβαλάει μόνος του το καπάκι του
πιάνου και με είχε πιάσει η ψυχή μου μην του πέσει και θρηνούμε το πιάνο. Δε θα
σχολιάσω ότι είχαν αφήσει παντού στο χώρο τα εξαρτήματα για το στήσιμο του
χώρου, λόγω κάποιας εκδήλωσης, και μου χαλούσαν τα κάδρα, θα σταθώ μόνο στο ότι μπροστά μας βλέπαμε ένα χώρο
που έμοιαζε με μικρογραφία του Ηρωδείου. Ακόμα και περιμετρικά του Ωδείου ήταν περιτέχνως δομημένο. Αψίδες στο εσωτερικό του διαδρόμου που μου έφεραν στο μυαλό λίγο
το Parc Guell του Gaudí. Στον προαύλιο χώρο
είχαν γίνει ένα με τη φύση τα πέτρινα καθίσματα και κομμάτια μαρμάρων με
σκαλιστά σχέδια που παρέπεμπαν σε κιονόκρανα.

Βρεθήκαμε σε σταυροδρόμι
και αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το δρόμο προς τα αριστερά. Περπατήσαμε αρκετή
ώρα και βρεθήκαμε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο έξω από τον αρχαιολογικό χώρο. Με
λίγα λόγια απείχαμε μόλις μερικά μέτρα από το σημείο που μας είχε αφήσει το
λεωφορείο όταν φθάσαμε και έτσι, σα να ζούσαμε τη μέρα της Μαρμότας, περπατήσαμε
ξανά προς τα εκδοτήρια, καθίσαμε κάτω από τη σκιά ενός πλατάνου και καλέσαμε
ταξί. Και για να μη σε αφήσω με την αγωνία σχετικά με το πού βρήκαμε τα χρήματα, να σου πω ότι του εξηγήσαμε ότι θα θέλαμε να μας αφήσει σε ένα ATM για να μπορέσουμε να κάνουμε ανάληψη και να
τον πληρώσουμε και ήρθε, μάς μετέφερε ως το κέντρο, περίμενε για δυο λεπτά για
να κάνουμε ανάληψη, τον πληρώσαμε και έτσι ήμασταν όλοι μας καλύτερα.
(…συνεχίζεται…)
1.
Οδυσσέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου