Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος ΙV]

       Νικόπολις. Στέκεται σχεδόν στην είσοδο της Πρέβεζας σα γυναίκα όμορφη, μοιραία, γεμάτη αυτοπεποίθηση που σε αφήνει να την προσπεράσεις, γιατί είναι βέβαιη ότι από τη στιγμή που την είδες δεν θα καταφέρεις να τη βγάλεις από το μυαλό σου και εσύ, ο διψασμένος εραστής, θα επιστρέψεις στην πόρτα της μόνο και μόνο για να θαυμάσεις την ομορφιά της. Δεν μπορείς να φύγεις από την Πρέβεζα χωρίς να περπατήσεις σε εκείνα τα χώματα  που κρύβουν τα μυστικά των ανθρώπων που κάποτε την κατοικούσαν, χωρίς να θαυμάσεις τα ψηφιδωτά πατώματα, τα χτισμένα όστρακα στα τοιχώματα των θόλων, τις καμάρες που στις πέτρες τους φιλοξενούνται διαφόρων ειδών φυτά, να σταθείς κάτω από τη βελανιδιά για να ξαποστάσεις και περπατήσεις εκατοντάδες μέτρα για να θαυμάσεις ό,τι απέμεινε από το μεγαλείο της.
Το λεωφορείο μας άφησε στη στάση λίγα μέτρα πριν από την είσοδο του αρχαιολογικού
χώρου. Περπατήσαμε κατά μήκος του δρόμου, μεταξύ των δέντρων και δίπλα σε θάμνους που με το πέρασμα των χρόνων, τα κλαδιά τους είχαν δημιουργήσει ένα κέντημα και τα φύλλα του ενός αναμειγνύονταν με του άλλου, αναρριχώμενα φυτά σαν κορδέλες τυλίγονταν ανάμεσα τους και με δυσκολία ξεχώριζες τα είδη των φυτών που συναντούσες. Εκεί μέσα έπαιζαν κρυφτό ερείπεια βυζαντινών και παλαιοχριστιανικών ναών που είχαν απομείνει.
Φθάσαμε στην είσοδο. Προσοχή! Προσοχή! Στο ταμείο (προς το παρόν τουλάχιστον) δε δέχονται πληρωμή με κάρτα. Μια πληροφορία που δεν την είχαμε και τα μετρητά μας έφθαναν μόνο για να πληρώσουμε το ταξί, γιατί το επόμενο λεωφορείο προς Πρέβεζα θα περνούσε στις πέντε παρά τέταρτο το απόγευμα. Μόλις η ταμίας μάς είπε ότι δέχεται μόνο μετρητά, κοιταχτήκαμε και χωρίς δεύτερη σκέψη θυσιάσαμε τα μόνο χρήματα που είχαμε, για την επίσκεψη στο χώρο. Έπρεπε οπωσδήποτε να δούμε τι κρυβόταν πίσω από εκείνα τα επιβλητικά και τα τεράστια σε μήκος τείχη. Όσο για την επιστροφή; Λύσεις υπήρχαν. Το θέμα είναι να υπάρχει καλή θέληση και σωστή συνεννόηση.
Νικόπολις, λοιπόν. Η «πόλις της νίκης» ιδρύθηκε ως σύμβολο της μεγάλης νίκης του Γάιου Ιουλίου Καίσαρα Οκταβιανού και μετέπειτα Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου ενάντια στο Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα Ζ΄ της Αιγύπτου στο Άκτιο το 31 π.Χ. και άκμασε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
Η πρώτη πινακίδα που συναντήσαμε είχε τον τίτλο ο «Οίκος του Εκδίκου Γεώργιου».Πρόκειται για έναν πολυτελή ρωμαϊκό οίκο, ο οποίος καταλαμβάνει ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και αναπτύσσεται σε διάφορα επίπεδα, στο χαμηλό λόφο δυτικά της βασιλικής Α’. Χρονολογικά τοποθετείται μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, όταν ο οίκος περιέρχεται στον έκδικο της πόλης Γεώργιο, αξιωματούχο, στην αρμοδιότητα του οποίου ήταν η προστασία των πολιτών από τις καταχρήσεις της κεντρικής εξουσίας, σύμφωνα με σχετική επιγραφή.
Κοντά στη βελανιδιά βρίσκεται το μικρό νυμφαίο, το οποίο χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π. Χ. και το εσωτερικό των δυο κογχών ήταν επενδυμένο με τριών ειδών κοχύλια (πορφύρες, αχιβάδες και κυδώνια).
Περπατήσαμε στους διαδρόμους, σταθήκαμε για λίγο στη σκιά του τείχους, όπου φυσούσε απαλά το αεράκι και μας δρόσιζε εκείνη τη ζεστή ημέρα που το θερμόμετρο είχε ξεπεράσει τους 30ο Κελσίου. Ήπιαμε λίγο νερό και συνεχίσαμε, κάνοντας μια μικρή στάση σε κάτι σπιτάκια που βρίσκονταν στα αριστερά μας και εκεί είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τα ψηφιδωτά με τις επιγραφές και τα περίτεχνα σχέδια.
Κατηφορίσαμε προς την έξοδο και… τι; Νομίζεις πως αυτό ήταν; Όχι, βέβαια. Βγήκαμε από την έξοδο και περπατήσαμε λίγο πιο κάτω και περάσαμε μια άλλη πύλη για να επισκεφθούμε το Ωδείο.
Περπατούσαμε… περπατούσαμε… περπατούσαμε και ωδείο δε βλέπαμε. Περάσαμε δίπλα
από χωράφια, θερμοκήπια και στο βάθος διακρίναμε κάτι πέτρες αρχαίες και κάπως αναθαρρήσαμε. Φθάσαμε στο Ωδείο και τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα να κουβαλούν τα κομμάτια ενός πιάνου με ουρά. Όταν μπήκαμε είδα έναν τεχνικό να κουβαλάει μόνος του το καπάκι του πιάνου και με είχε πιάσει η ψυχή μου μην του πέσει και θρηνούμε το πιάνο. Δε θα σχολιάσω ότι είχαν αφήσει παντού στο χώρο τα εξαρτήματα για το στήσιμο του χώρου, λόγω κάποιας εκδήλωσης, και μου χαλούσαν τα κάδρα, θα σταθώ μόνο στο ότι μπροστά μας βλέπαμε ένα χώρο που έμοιαζε με μικρογραφία του Ηρωδείου. Ακόμα και περιμετρικά του Ωδείου ήταν περιτέχνως δομημένο. Αψίδες στο εσωτερικό του διαδρόμου που μου έφεραν στο μυαλό λίγο το
Parc Guell του Gaudí. Στον προαύλιο χώρο είχαν γίνει ένα με τη φύση τα πέτρινα καθίσματα και κομμάτια μαρμάρων με σκαλιστά σχέδια που παρέπεμπαν σε κιονόκρανα.
Φεύγοντας από το χώρο και περπατώντας προς την πύλη είχαμε την αίσθηση ότι είχαμε ταξιδέψει στο χωροχρόνο. Πάνω από εκείνον τον χωματόδρομο σίγουρα θα είχαν περάσει χιλιάδες κάρα, άλογα και πεζοί ανά τους αιώνες, με τα λουλούδια των θάμνων, οι κοπέλες θα στόλιζαν τα μαλλιά τους και πίσω, το μονοπάτι που οδηγούσε στη νότια και τη δυτική πύλη ενδεχομένως, να το ακολουθούσαν για να φθάσουν ως τη βασιλική Α’. Στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα πώς ήταν η πόλη και οι συνήθειες των κατοίκων. Και ίσως, εκείνο που να μου έλειψε από την επίσκεψη στο χώρο να ήταν μια καλή ξενάγηση από επαγγελματία ξεναγό.
Βρεθήκαμε σε σταυροδρόμι και αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το δρόμο προς τα αριστερά. Περπατήσαμε αρκετή ώρα και βρεθήκαμε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο έξω από τον αρχαιολογικό χώρο. Με λίγα λόγια απείχαμε μόλις μερικά μέτρα από το σημείο που μας είχε αφήσει το λεωφορείο όταν φθάσαμε και έτσι, σα να ζούσαμε τη μέρα της Μαρμότας, περπατήσαμε ξανά προς τα εκδοτήρια, καθίσαμε κάτω από τη σκιά ενός πλατάνου και καλέσαμε ταξί. Και για να μη σε αφήσω με την αγωνία σχετικά με το πού βρήκαμε τα χρήματα, να σου πω ότι του εξηγήσαμε ότι θα θέλαμε να μας αφήσει σε ένα ATM  για να μπορέσουμε να κάνουμε ανάληψη και να τον πληρώσουμε και ήρθε, μάς μετέφερε ως το κέντρο, περίμενε για δυο λεπτά για να κάνουμε ανάληψη, τον πληρώσαμε και έτσι ήμασταν όλοι μας καλύτερα.

(…συνεχίζεται…)

 *Πηγές ιστορικών στοιχείων:
1.        Οδυσσέας











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου