Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος ΙI]

            Το πρώτο μας πρωινό στην Πρέβεζα μόλις είχε αρχίσει. Ξυπνήσαμε σχετικά νωρίς, κατά τις οκτώ και μισή, για να προλάβουμε το λεωφορείο με προορισμό την Πάργα, το οποίο θα αναχωρούσε στις δέκα και μισή.
Κατεβήκαμε στην αίθουσα του πρωινού. Όπως και σε όλη την υπόλοιπη διακόσμηση κι εκεί επικρατούσαν τα γήινα χρώματα και τα βαριά, σκαλιστά έπιπλα. Το σερβίτσιο λευκό και με παρέπεμψε σε εκείνες τις εποχές που στα σπίτια υπήρχε το καθημερινό και το καλό σερβίτσιο για τα τραπεζώματα στους ξένους.
Η σπιτική μαρμελάδα κυδώνι έφερε πολλές μνήμες. Τότε που η γιαγιά μου καθόταν πάνω από την κατσαρόλα και ανακάτευε το γλυκό του κουταλιού και μύριζε το σπίτι γλύκα. Εκείνη τη γλύκα που έβλεπε κανείς στο πρόσωπό της. Δεν την είχα δει ποτέ να θυμώνει ή να νευριάζει. Έφθασε τα ογδόντα δυο και η γλυκύτητα και η αθωότητα της έμοιαζε με εκείνη ενός μικρού κοριτσιού.
Έπειτα, όταν ήταν έτοιμο το γλυκό, μας έβαζε να δοκιμάσουμε και έψαχνα να βρω τα λευκά αμύγδαλα που κρύβονταν ανάμεσα στα κομμάτια του κυδωνιού.
Φθάνοντας στα εκδοτήρια, μας ενημέρωσαν ότι το λεωφορείο προς Πάργα είχε αναχωρήσει στις δέκα. Τα δρομολόγια άλλαξαν στο χειμερινό ωράριο την προηγούμενη μέρα. Αποφασίσαμε να περιμένουμε στο φούρνο – καφέ που βρισκόταν απέναντι από το σταθμό μέχρι τις δώδεκα και μισή που θα αναχωρούσε το λεωφορείο προς Λευκάδα.
Ήπιαμε καφέ κάτω από την πέργκολα και – όπου και αν στρέφαμε το βλέμμα μας – βλέπαμε πράσινο και ανθισμένες γλάστρες. Σχεδόν σε όλες τις αυλές υπήρχαν ρουέλιες, σελόζιες και κάνες.
Η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε. Διασχίσαμε το δρόμο και επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο. Περάσαμε από χωράφια με θερμοκήπια (απ’ ό,τι ακούσαμε τυχαία από έναν ντόπιο στην Πρέβεζα καλλιεργείται η ντομάτα), αλλά δεν ήταν μόνο λαχανικά· σε ένα από τα θερμοκήπια, υπήρχαν γλάστρες με διαφόρων ειδών λουλούδια.
Περάσαμε τη σήραγγα και λίγο πριν αφήσουμε την ηπειρωτική χώρα, το βλέμμα μας χάθηκε στους υγροβιότοπους όπου διακρίναμε από μακριά μερικά λευκά πουλιά, μάλλον πελαργούς, ένα εκκλησάκι στη μέση της θάλασσας πανιά ανοιχτά από τα ιστιοπλοϊκά που διέσχιζαν το Ιόνιο και μερικά κυματάκια που έτρεχαν από πίσω τους σαν παιχνιδιάρικα πρόβατα.
Λίγο πριν φθάσουμε στη γέφυρα, ξεπρόβαλε το κάστρο της Αγίας Μαύρας στα δεξιά μας.
Τα τείχη ενός κάστρου, του οποίου η ιστορία ξεκινά από το 1300 – και όπως κάθε κάστρο – αναλόγως σε ποιανού τα χέρια βρισκόταν υπήρχαν και οι ανάλογες υποδομές και αλλαγές. Σήμερα είναι επισκέψιμο και σε μια έκταση περίπου εικοσιπέντε χιλιάδων τετραγωνικών, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει όσα άντεξαν στο χρόνο και το μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Μαύρα.

Περπατώντας στα σοκάκια της πόλης της Λευκάδας, ανακαλύψαμε το ναό του Παντοκράτορα που χτίστηκε περί τα 1700 από την οικογένεια Βαλαωρίτη και Σταύρου και εκεί είναι οι τάφοι πολλών σημαντικών Λευκαδιτών, ανάμεσά τους και ο τάφος του μεγάλου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Περπατήσαμε μέσα στα στενά σοκάκια, όπου κάθε σπίτι είχε το δικό του στυλ διακόσμησης, αλλά όλα είχαν περιποιημένες αυλές, καθαρά, ασβεστωμένα πεζούλια και τα ποδήλατα έγερναν για να ξαποστάσουν στους τοίχους των εισόδων.
Συναντήσαμε και το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης το 1824, αλλά δε θύμιζε σε τίποτα εκείνη την εποχή. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας, μπερδευτήκαμε στα στενά και σε μικρές πλατείες, από τις ταβέρνες μάς ερχόταν η μυρωδιά του μουσακά, της τηγανιτής πατάτας και άλλων τοπικών πιάτων, όμως προτιμήσαμε ένα μικρό μαγειρείο που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από το ναό του Παντοκράτορα και εκεί γευτήκαμε το καλύτερο μοσχαράκι με μελιτζάνες που είχαμε φάει ποτέ.
Η ώρα της επιστροφής πλησίαζε. Μείναμε για λίγο ακόμα στο λιμάνι για να μας δροσίσει το αεράκι πριν πάρουμε το δρόμο προς την Πρέβεζα με την υπόσχεση πως μια μέρα θα επιστρέψουμε για να εξερευνήσουμε και τα υπόλοιπα μέρη του νησιού.
(...συνεχίζεται...)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου