Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Погоди! [Παγκαντί! – Μέρος Ι]

            Η Γερασιμίνα είχε πάντα το παράθυρο της κλειστό. Οι φωνές των γειτόνων, οι βλασφημίες, οι απειλές, την φόβιζαν και την τάραζαν.
Είχε επιλέξει εκείνη τη γωνιά του σπιτιού για να δημιουργήσει το αναγνωστήριο της. Τα βιβλία της στοιβαγμένα σε μικρές αυτοσχέδιες ραφιέρες από τσιμεντόλιθους βαμμένους και σανίδες είτε ζωγραφισμένες, είτε τυλιγμένες σε χρωματιστά, αυτοκόλλητα χαρτιά. Στο μικρό στρογγυλό τραπέζι ίσα – ίσα χωρούσε ένα βιβλίο, μια κούπα τσάι και ένα κερί, το οποίο σιγόκαιγε το άρωμα της κάθε εποχής. Μήλο και κανέλα τον χειμώνα, φράουλα την άνοιξη, γιασεμί το καλοκαίρι, πορτοκάλι το φθινόπωρο. Στη μέση μια υπερμεγέθη πολυθρόνα για να βυθίζεται μέσα της και το ταξίδι στον κόσμο του εκάστοτε συγγραφέα να είναι άνετο και ξεκούραστο.
Όταν διάβαζε ήθελε χαμηλό φωτισμό, γι’ αυτό προτιμούσε να διαβάζει τα βράδια και η μοναδική πηγή φωτός ήταν το φωτιστικό δαπέδου.
Είχε επιλέξει να δημιουργήσει τη γωνιά της δίπλα σε εκείνο το παράθυρο. Προς το παρόν, ήταν το μόνο σημείο απ’ όπου μπορούσε να δει ένα κομμάτι ουρανού, μέχρι οι εργολάβοι να αρχίσουν να χτίζουν ψηλές πολυκατοικίες και σε ‘κείνη τη μεριά της περιοχής. Από εκείνη την πολυθρόνα, μπορούσε να δει τα αστέρια, το φεγγάρι ή ακόμα και τους κεραυνούς που έπεφταν τις βροχερές νύχτες του χειμώνα. Πού και πού έκανε ένα μικρό διάλειμμα και σηκωνόταν για να ξεπιαστεί, πατώντας με τα γυμνά της πέλματα πάνω στο μικρό, λευκό χαλί, το οποίο κάλυπτε μόνο εκείνη τη γωνιά και έμοιαζε με αφράτο σύννεφο. Ένιωθε την απαλότητα του στα πόδια της, τον κόσμο του συγγραφέα στην ψυχής της και στα μάτια της όλοι εκείνοι οι ήρωες – βασικοί και δευτερεύοντες – με τα καλά και τα στραβά τους, τις αρετές και τα βάσανά τους, γλιστρούσαν κάπου εκεί ανάμεσα στα αστέρια.
Τα καλοκαίρια άνοιγε το παράθυρο και η δροσιά των θερινών βραδιών πότιζε το πρόσωπό της. Μέχρι τη μέρα που αποφάσισε το παράθυρο αυτό να παραμείνει για πάντα κλειστό, όταν οι ονειροπολήσεις της άρχισαν να μοιάζουν περισσότερο με ραδιοφωνικό σταθμό που στο πρόγραμμα του υπήρχαν παρεμβολές και το πέταγμα πάνω στο συννεφάκι της γέμιζε με όλο και περισσότερα κενά αέρος.
Έξω από εκείνο το παράθυρο, στο απέναντι πεζοδρόμιο, υπήρχε μια παλιά μονοκατοικία· ίσως και η τελευταία σε όλο το δήμο. Η ιδιοκτήτρια, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μεταφέρθηκε σε γηροκομείο. Πλέον της ήταν αδύνατο να φροντίζει τον εαυτό της. Οι συγγενείς της αποφάσισαν ότι εκεί θα ήταν καλύτερα για την ίδια και νοίκιασαν το σπίτι.
Η Γερασιμίνα αναρωτιόταν ποιος θα ‘θελε να μείνει σε ένα μέρος που μύριζε υγρασία, ναφθαλίνη ή και θάνατο. Σίγουρα ο Χάρος θα είχε περάσει για να ελέγξει, αλλά μάλλον δεν είχε έρθει η σειρά της ηλικιωμένης γυναίκας να βγάλει εισιτήριο.
Μια Κυριακή επιστρέφοντας από την πρωινή της βόλτα στο πάρκο, άκουσε θόρυβο. Σούρσιμο επίπλων και σφυροκοπήματα στον τοίχο. Κρυφοκοίταξε από την ανοιχτή αυλόπορτα, αλλά δε φαινόταν κανείς, παρόλο που η πόρτα της εισόδου ήταν διάπλατα ανοιχτή. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο άδειος διάδρομος του χολ και ένα ανοιχτό βαλιτσάκι με εργαλεία. Ήταν περίεργη, αλλά δεν επέτρεπε στην αδιακρισία της να ξεπεράσει τα όρια.
Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα εργασιών και ο νέος γείτονας αποκαλύφθηκε. Το όνομα αυτού: Γεβγκένιι Ιβάνοβιτς Ντρουγκανίν.
 
[…συνεχίζεται…]





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου