Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Ταξίδι στα Ιωάννινα [ΙII]

Είχαμε ακούσει για το νησί, αλλά δεν ξέραμε λεπτομέρειες. Νομίζαμε πως εκεί υπήρχε μόνο το σπίτι της κυρά – Φροσύνης και δέντρα. Αποβιβαστήκαμε από το καραβάκι. Το πρώτο που αντικρύσαμε ήταν μια ταβέρνα με το όνομα κυρά – Βασιλική. Αυτή, την κυρά – Βασιλική, την είδαμε και σε αφίσα στο μώλο. Είχε κουρνιάσει στα γόνατά της ο Αλή Πασάς. Ποια ήταν εκείνη η κυρά – Βασιλική; Εγώ ήξερα ότι η μεγάλη φίρμα ήταν η κυρά – Φροσύνη, αλλά άφαντη!
            Ξεκινήσαμε να περπατάμε στο σοκάκι και εκεί μας υποδέχτηκαν οι κυρίες που έχουν μαγαζιά με τοπικά προϊόντα για να μας κεράσουν διάφορα εδέσματα, τα οποία μπορούσαμε να αγοράσουμε.
            Προχωρήσαμε λίγο πιο πάνω. Τουριστικά μαγαζιά, ταβέρνες, ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα πέτρινο καμπαναριό. Κοιτάξαμε τις πινακίδες για να δούμε ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε. Έμοιαζε να είναι χτισμένα περισσότερα μοναστήρια παρά σπίτια.
            Ακολουθώντας το μονοπάτι προς το Μουσείο του Αλή Πασά, μας σταμάτησε μια κυρία που κρατούσε ένα δίσκο με διάφορα γλυκίσματα και δυο σφηνάκια:
«Έλα, πασάκα μου! Έλα και ‘συ, μωρ’ τσούπρα μου να δείτε τι έχει φτιάξει η γιαγιάκα. Πάρε να δοκιμάσεις. Εμείς οι γιαγιούλες τα κάνουμε αυτά από το συνεταιρισμό. Και τούτο…», ήπια μια γουλιά από το σφηνάκι και έκανα την κίνηση να της το δώσω.
«Όλο, όλο πιε το, τσούπρα μου. Εξήντα μέρες θέλει τούτο για να γίνει κι εσύ θέλεις να μου δώσεις πίσω το ποτήρι;»
Ντράπηκα. Ήθελα – δεν ήθελα το ήπια.
«Έτσι, κοπέλα μου. Αυτό κάνει καλό και στην καταπιόνα σου. Άμα, είσαι κρυωμένη, βάνεις λίγο μέσα στο τσάι από τούτο το λικέρ και γίνεσαι περδίκι. Κάνει καλό για όλες τις αρρώστιες τώρα το χειμώνα.», μου ψιθύρισε με συνωμοτικό ύφος.
«Αμ, σας μπάνισα εγώ εσάς τους δυο, στο μώλο. Γελάς, πασάκα μου…», γέλασε κι εκείνη κουνώντας το κεφάλι.
            Συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Περπατούσαμε στο δρομάκι δίπλα στη λίμνη. Δεν είχα αντικρίσει ξανά τέτοια ομορφιά! Ναι, η αλήθεια είναι ότι το λέω συχνά, αλλά κάθε φορά που βρίσκομαι σε ένα όμορφο μέρος, νιώθω σα να μην έχω ζήσει ξανά παρόμοιας ομορφιάς στιγμή. Η λίμνη αγκαλιασμένη από τη μια πλευρά από το νησί και από την άλλη από το γεμάτο δέντρα βουνό, ομίχλη, πάπιες που χαλάρωναν στις όχθες τις και στο βάθος τα χιονισμένα βουνά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τέτοια τοπία είχα δει μόνο στο διαδίκτυο. Περπατούσαμε κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των παπουτσιών μας πάνω στα μικρά πετραδάκια του μονοπατιού. Πρασινάδες με την πάχνη στα φύλλα τους και τα ατάραχα νερά της λίμνης.
            Επισκεφθήκαμε το μουσείο του Αλή Πασά και το μυστήριο λύθηκε. Η κυρά – Βασιλική ήταν η κατά πενήντα χρόνια νεότερη σύζυγός του. Όπλα, σπαθιά, το τσιπούκι του που είχε μήκος 1,62εκ., πίνακες  και μια σπηλιά βασανιστηρίων στον πάνω όροφο. Κάτω βιτρίνες, στις οποίες εκθέτονταν παραδοσιακές φορεσιές από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, κοσμήματα, μια φορεσιά της κυρά – Βασιλικής και προσωπικά της αντικείμενα. Στο δεύτερο κτήριο του μουσείου, υπήρχε μια αναπαράσταση από τον πνιγμό της κυρά – Φροσύνης, γιατί αρνήθηκε να γίνει ερωμένη του (αλλά απατούσε τον άντρα της με το γυιό του Αλή Πασά… όχι να τα λέμε κι αυτά). Κάπως τη λυπήθηκα. Θες επειδή το θεωρώ ακραίο να πεθάνεις για ένα κέρατο, θες επειδή η μουσική υπόκρουση στην αίθουσα ήταν ένα μοιρολόι, θες επειδή, στην κούκλα που υποτίθεται ότι ήταν η κυρά – Φροσύνη, είχαν φορέσει μια άθλια περούκα… Δεν ξέρω. Πάντως, κάπως μελαγχόλησα.
            Ανεβήκαμε την πέτρινη σκάλα του κήπου που οδηγούσε στα σπηλαιώματα της νήσου Παμβώτιδος. Οι σπηλιές μεταξύ των μονών Αγ. Παντελεήμονος και Αγ. Ιωάννη Προδρόμου κατοικήθηκαν πρώτη φορά από τους ασκητές μοναχούς τον δέκατο πέμπτο αιώνα. Στις αρχές του Νοεμβρίου του 1940, κατέφυγαν σε αυτές οι κάτοικοι της Νήσου για να προστατευθούν από τους βομβαρδισμούς της ιταλικής αεροπορίας.
            Ανηφορίσαμε προς το μονοπάτι που οδηγούσε σε ένα λόφο κοντά στα μοναστήρια. Η θέα από ψηλά πανέμορφη, αλλά δε συγκρινόταν με τίποτα με εκείνο το τοπίο που αντικρίσαμε νωρίτερα περπατώντας δίπλα στη λίμνη και γύρω της τα βουνά. Το ένα γεμάτο βλάστηση και το άλλο χιονισμένο…
            Η ώρα να φύγουμε είχε έρθει. Φθάσαμε στο λιμάνι. Έξω από μια ταβέρνα μέσα σε γυάλες κολυμπούσαν χέλια και καραβίδες. Επιβιβαστήκαμε στο καραβάκι της επιστροφής, χωρίς να καταφέρουμε να τραβήξουμε τον βλέμμα μας από τη φυσική ομορφιά της λίμνης και τα δεκάδες γλαρόνια που κολυμπούσαν σε εκείνη.
(συνεχίζεται…)
           


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου