Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος ΙΙΙ]

            Το πρώτο πρωινό μας στη Σκιάθο το απολαύσαμε στο Μπούρτζι. Ανηφορίσαμε στο λόφο και ακολουθώντας το μονοπάτι πίσω από το Ναυτικό Μουσείο, κάτω από τα πεύκα βρισκόταν η τεράστια αυλή της καφετέριας με θέα στη θάλασσα. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες γαλάζιο και πράσινο από τη μια πλευρά, απέραντο γαλάζιο μπροστά και, από την άλλη πλευρά, τα σκαρφαλωμένα στα βράχια σπίτια που φλέρταραν με το κύμα.
            Απλώσαμε το χάρτη στο τραπέζι και ως μικροί Μάρκο Πόλοι θα ξεκινούσαμε την εξερεύνηση από τα σοκάκια του κέντρου.
            Περπατούσαμε στα δαιδαλώδη (ίσως και να μην είναι, αλλά αν δεν έχεις προσανατολισμό… το silver alert δεν απέχει πολύ), γραφικά, στενά, λιθόστρωτα δρομάκια και σχεδόν σε κάθε βήμα υπήρχε κάτι όμορφο που άξιζε να απαθανατιστεί. Μια γλάστρα, ένα μπαλκόνι με περίτεχνα κάγκελα, ένα πέτρινο σπίτι που πάνω του είχε βρει στήριγμα μια βουκαμβίλια…
            Λίγο πριν βραδιάσει είχαμε τη φανταστική ιδέα να δούμε μια από τις διασημότερες παραλίες του νησιού, τις Κουκουναρίες.
            Τα τοπικά λεωφορεία διευκολύνουν αρκετά τη μετακίνηση, καθότι είναι διαθέσιμα προς διάφορους προορισμούς και ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σκεφτήκαμε να πάμε μια βραδινή βόλτα στην παραλία ελπίζοντας πως θα υπάρχει κάτι δίπλα στο κύμα· ίσως κάποιο εστιατόριο ή μπαρ.
            Μέσα στη νύχτα, το λεωφορείο προσπερνούσε τα χωριά και εμείς δεν είχαμε ιδέα πού βρισκόμασταν. Συνήθως, στην επαρχία, οι οδηγοί ενημερώνουν τους επιβάτες κάθε φορά που φθάνουν σε ένα χωριό, αλλά στη δική μας περίπτωση μάλλον ήταν κάποιο παιχνίδι γνώσεων και γεωγραφίας – για εμάς, γιατί οι Άγγλοι συνεπιβάτες μια χαρά γνώριζαν τις στάσεις, λες και ζούσαν χρόνια στο νησί και εμείς ήμασταν οι πραγματικοί τουρίστες. Σωτηρία δεν υπήρχε. Σαν άλλοι Κοντορεβυθούληδες βάζαμε σημάδια στη διαδρομή, σε περίπτωση που χαθούμε να καλέσουμε την αστυνομία, την πυροσβεστική… το σόι  μας, κάποιον τέλος πάντων και να του δώσουμε το στίγμα. Ο δρόμος μακρύς και η αγωνία μεγάλη. Ευτυχώς που υπάρχουν οι χάρτες στο κινητό και βλέπαμε πού ακριβώς ήταν η τοποθεσία μας και πού οι Κουκουναριές…!
            Φθάνοντας εκεί, ακούσαμε για πρώτη φορά τη φωνή του οδηγού:
«Κουκουναριές. Τέρμα.»
Ώπα! Τι τέρμα, ποιο τέρμα; Εδώ τέρμα; Εδώ πίσσα σκοτάδι. Κάτι φώτα σκόρπια σε μια έκταση, ούτε που καταλάβαμε τι ήταν. Μάλλον, κάποιο ξενοδοχείο, αλλά το χέρι μας στη φωτιά δεν το βάζαμε. Κοιτάξαμε πίσω – οι πύλες του ανεξήγητου. Κοιτάξαμε στον ουρανό, μήπως δούμε το άστρο το φωτεινό που θα μας οδηγήσει, τίποτα. Μαύρος καμβάς. Δεν το ρισκάραμε να μείνουμε στην ερημιά ούτε για δεκαπέντε λεπτά μέχρι να έρθει το επόμενο λεωφορείο. Επιβιβαστήκαμε στο ίδιο και επιστρέψαμε στην πόλη, στο κέντρο, στα φώτα, στον πολιτισμό, εκεί που νιώθαμε ασφαλείς. Καλά πήγε και αυτό. Και φυσικά, τις Κουκουναριές δεν τις είδαμε ποτέ, αλλά θα θυμόμαστε πάντα το ρίγος που μας προκάλεσαν.

 [… συνεχίζεται…]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου