Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Οδός Πέτρας 365


            Ο ήχος που έφθανε από το διπλανό διαμέρισμα έμοιαζε με βασανιστήριο του Γ’ Ράιχ. Μικρές σταγόνες στο πάτωμα ενός άδειου δωματίου έσταζαν με συχνότητα δευτερολέπτου.
            Η Φρόσω είχε μετακομίσει προσφάτως στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας στην οδό Πέτρας 365. Ένας ηλικιωμένος περί τα ογδόντα έτη άνδρας κατοικούσε στο διπλανό διαμέρισμα. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ. Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος τής το ανέφερε, όταν της έδειχνε το χώρο.
            Ο ηλικιωμένος άνδρας ονομαζόταν Χρυσόστομος Μαΐστρου και ήταν συνταξιούχος κηπουρός.
            Οι περισσότεροι κήποι της γειτονιάς ήταν δικά του δημιουργήματα. Τα λουλούδια τα αγάπησε για χάρη ενός κοριτσιού, το οποίο είχε ερωτευθεί κάποτε στην εφηβεία του. Δεν τελείωσε το σχολείο και η μόνη ανάμνηση που δεν είχε ξεθωριάσει, παρά την προχωρημένη του ηλικία, ήταν εκείνο το απομεσήμερο που μπήκαν οι Γερμανοί στο σπίτι, άρπαξαν τον πατέρα του και έκτοτε δεν τον είδε ξανά.
            Κάθε μέρα, όλη την ημέρα, εκείνος ο εκνευριστικός ήχος. Η Φρόσω παρακαλούσε να ξημερώσει για να πάει στη δουλειά και να πάψει να ακούει εκείνο το ενδελεχές τσικ… τσικ… τσικ…
            Ένα βράδυ, κουρασμένη και άυπνη καθώς ήταν, πέρασε από ένα φαρμακείο για να αγοράσει ωτοασπίδες. Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα αϋπνίας και εκείνη τη νύχτα ήθελε να βυθιστεί σε γλυκό ύπνο.
            Φόρεσε τις πιτζάμες, τις ωτοασπίδες και χουχούλιασε μέσα στο πάπλωμα.
            Ώρα επτά το πρωί. Το ξυπνητήρι χτυπούσε. Η Φρόσω δεν άκουγε το παραμικρό. Ξύπνησε από τις ακτίνες του ήλιου που έπεφταν στα μάτια της μπαίνοντας από το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο.
            Σηκώθηκε, ακούμπησε τις ωτοασπίδες στο κομοδίνο και η ηρεμία της νύχτας χάθηκε. Ο ήχος από το διπλανό διαμέρισμα είχε αντικατασταθεί από ουρλιαχτά, φωνές, φασαρία.
            Άνοιξε την πόρτα για να δει τι είχε συμβεί. Η διαχειρίστρια έπιανε την κορυφή του κεφαλιού της με τα δυο χέρια, νερά έτρεχαν από το διαμέρισμα, αστυνομία, πυροσβεστική, ένα ασθενοφόρο… Ο ηλικιωμένος άνδρας πέθανε ένα βράδυ την ώρα που πήγε να ανοίξει τη βρύση για να πιεί λίγο νερό. Εκείνος πεσμένος στο πάτωμα, το ποτήρι σπασμένο στη ματωμένη του παλάμη, τα φώτα της κουζίνας αναμμένα, τα μάτια του Χρυσόστομου Μαΐστρου σβησμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου