Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Χαμένες στο Hogwarts – Η επόμενη μέρα

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Το πρωινό ξύπνημα αρκετά δύσκολο. Η νωχέλεια που προκαλείται από την κούραση, δε βοηθά ιδιαιτέρως στην αφύπνιση του οργανισμού. Ενδεχομένως, το μοναδικό κίνητρο για την απομάκρυνση από το στρώμα να ήταν το πρόγευμα, ώστε να σταματήσει να διαμαρτύρεται το στομάχι.
Ετοιμάστηκαν. Η διάθεση άκρως καλοκαιρινή. Καπέλα, αντιηλιακή κρέμα, πολύχρωμα, αέρινα ρούχα, μαγιό.
Κατέβηκαν στο χώρο υποδοχής. Ο υπάλληλος τις καλημέρισε και ήταν πρόθυμος να λύσει κάθε τους απορία. Η συμβουλή του ήταν να πάρουν το τοπικό λεωφορείο και να πάνε από τη μια μεριά του νησιού ως την άλλη, καθότι ο χρόνος παραμονής τους εκεί ούτως ή άλλως ήταν περιορισμένος. Ο ίδιος επιβεβαίωσε τα λόγια του ταξιτζή ότι, δηλαδή, το λεωφορείο περνούσε κάθε μια ώρα και είχε δρομολόγια από το πρωί ως αργά το βράδυ.
Σε αντίθεση με την κάθε μέρα που ξημέρωνε στην Αθήνα, στο νησί δεν υπήρχε άγχος. Και ο προγραμματισμός που έκαναν το προηγούμενο βράδυ είχε ήδη αναιρεθεί.
Περπάτησαν κατά μήκος του παραλιακού δρόμου και κάθισαν σε μια καφετέρια από εκείνες με τα λευκά έπιπλα και τις αυτοσχέδιες τέντες με τα πανιά στις πέργκολες και τα άνθη να δίνουν χρώμα, για να απολαύσουν το πρωινό τους διαβάζοντας τα βιβλία τους.
Ούτε η Νένα, ούτε η Λέλα ήταν ιδιαιτέρως ομιλητικές πριν από την απορρόφηση της πρώτης ποσότητας καφεΐνης από τα κύτταρά τους.


Όση ώρα βρίσκονταν στην καφετέρια δεν είδαν κανένα λεωφορείο να περνά και όση ώρα το συζητούσαν διεπίστωσαν ότι δε συνάντησαν πουθενά κάποια πινακίδα με την ένδειξη «Στάση». Από την άλλη, ίσως να την προσπέρασαν και σε ό,τι αφορούσε το λεωφορείο μπορεί να πέρασε όσο εκείνες ήταν χαμένες στην ανάγνωση.
Είχε ήδη μεσημεριάσει και πριν από μεσημεριανό γεύμα, πήγαν για μπάνιο.
Διένυσαν πολλά μέτρα για να καταφέρουν να βρουν διαθέσιμη ομπρέλα και παρόλο που η παραλία ήταν γεμάτη οικογένειες με μικρά παιδιά, δεν ακούστηκε ούτε μια μαμά να τσιρίζει.
Μια κυρία ετοιμαζόταν να φύγει κι εκείνες καραδοκούσαν να προλάβουν να τρέξουν πρώτες στην ομπρέλα της πριν προλάβει κάποιος άλλος. Η Νένα και η Λέλα αποφάσισαν ότι το καλύτερο θα ήταν να κολυμπήσουν σε βάρδιες, ώστε όση ώρα η μια κολυμπούσε, η άλλη να πρόσεχε τα πράγματα. Η Νένα φοβόταν μην της κλέψουν το κινητό και στερηθεί την επαφή με το διαδικτυακό κόσμο για τις επόμενες μέρες και η Λέλα ανησυχούσε για τη φωτογραφική της μηχανή. Δε γινόταν να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς υλικό, χωρίς να έχει απαθανατίσει καρέ – καρέ ακόμα και το μυρμήγκι που θα διέσχιζε το δρόμο. Καμία από τις δυο δεν ανησυχούσε για το ενδεχόμενο να τους κλέψουν το πορτοφόλι. Δεν ήταν υπεράνω χρημάτων, ούτε είχαν λυμένο το οικονομικό, απλώς στο παιχνίδι:
«Αν είχες ναυαγήσει σε ένα ερημονήσι, τι θα ήθελες να είχες μαζί σου;»
Η απάντηση ποτέ δεν είναι χρήματα, καθότι τι να τα κάνεις τα χρήματα σε ένα ερημονήσι; Να δωροδοκήσεις τον αλιγάτορα για να σου χαρίσει τη ζωή;!


            Όση ώρα κολυμπούσαν, παρατηρούσαν το δρόμο. Το παιχνίδι για εκείνο το τριήμερο ήταν: «Βρες το λεωφορείο!».
            Άρχισαν να έχουν σοβαρές υποψίες ότι για να επιβιβαστεί κανείς σε εκείνο το λεωφορείο, θα έπρεπε να κατέβει σε έναν υπόνομο, ο οποίος θα οδηγούσε σε ένα μυστικό πέρασμα, το οποίο θα κατέληγε σε μια αποβάθρα, από όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα θα αναδύονταν οι στάσεις και θα έπρεπε να προλάβουν να φθάσουν εγκαίρως για να επιβιβαστούν στο λεωφορείο πριν από την αναχώρηση του και τη βύθιση των στάσεων. Κάτι ανάλογο με το λεωφορείο προς το Hogwarts στις ταινίες «Χάρι Πόττερ».
            Εκείνες μη έχοντας μαγικές δεξιότητες και κυρίως, αγνοώντας τα μυστικά περάσματα του νησιού, αναζητούσαν διαφόρων ειδών σημάδια. Ίσως να άνοιγε κάποιο μυστικό πέρασμα κάτω από τη σημαδούρα. Η Λέλα βούτηξε και προσπάθησε να τραβήξει το σκοινί μήπως ανοίξει κάποια πύλη, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να λύσει τη σημαδούρα. Απομακρύνθηκε σφυρίζοντας αδιάφορα.
            Η Νένα θεωρώντας ότι όλα αυτά είναι βλακείες, έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα της και ένα στυλό και άρχισε να κάνει διάφορες συναρτήσεις, υπολογισμούς, εξισώσεις, περιοδικούς πίνακες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το λεωφορείο θα πρέπει να περάσει από το σημείο εκείνο στις 17:37. Κοίταξαν και οι δυο τα ρολόγια τους. Είχαν στη διάθεση τους τρεις ώρες και είκοσι λεπτά. Μέσα σε εκείνο το χρονικό διάστημα έπρεπε να είχαν φάει μεσημεριανό, να πάνε στο ξενοδοχείο, να κάνουν ντους, να ετοιμαστούν και να εντοπίσουν τη στάση.
            Η ώρα ήταν 17:10. Έφυγαν βιαστικά από το δωμάτιο και καθώς περπατούσαν στο δρόμο η Νένα αναζητούσε τη στάση, ενώ η Λέλα σε κάθε βήμα σταματούσε για να φωτογραφίσει κάτι· μια πέτρα, μια σκαλιστή πόρτα, έναν ιβίσκο, μια αράχνη, κάτι… οτιδήποτε.
«Προχώρα, θα χάσουμε το λεωφορείο.»
«Μην άγχεσαι, έχουμε χρόνο.»
Κόντευαν να φθάσουν στο κέντρο του νησιού με τα πόδια και ούτε στάση είχαν δει, ούτε λεωφορεία. Η Λέλα απολάμβανε τον περίπατο, διότι είχε τη δυνατότητα να απαθανατίσει περισσότερα τοπία και αντικείμενα, ενώ η Νένα ήθελε να αρπάξει τη φωτογραφική μηχανή, να την πετάξει κάτω και να πηδάει επάνω της μέχρι να γίνει θρύψαλα.
«Και τώρα;»
«Τώρα τι;»
«Πώς θα πάμε στο κέντρο;»
«Με το λεωφορείο.»
«Οκ!»
Κοιτάχτηκαν και με σηκωμένα τα χέρια άρχισαν να φωνάζουν:
«Ταξί! Ταξί!»


(συνεχίζεται…)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου