Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Θρόνος Χωρίς Βασιλιά

Πρώτη μέρα στη δουλειά. Δεν είχε περάσει ούτε εβδομάδα που της ανακοινώθηκε η πρόσληψη.
Έπειτα από σχεδόν έναν χρόνο στις ουρές του ΟΑΕΔ είχε χάσει την παραμικρή ελπίδα. Το απολυτήριο του Λυκείου δεν ήταν αρκετό ούτε για να κρατήσει δίσκο σε καφετέρια. Ακόμα κι εκεί, προηγούνταν οι φοιτητές – οι εν δυνάμει πτυχιούχοι. Μόλις διάβασε την προκήρυξη για τις καθαρίστριες στο μουσείο, κατέθεσε τα χαρτιά της χωρίς καμία προσδοκία. Ανήκε στη γενιά που μεγάλωσε με την πεποίθηση ότι μια θέση στο δημόσιο δίδεται σε όσους διαθέτουν μέσο. Αυτή τη φορά έκανε λάθος. Μπορεί να μην είχε τις κατάλληλες γνωριμίες, όμως τώρα γυάλιζε τα έπιπλα, τις βιτρίνες και τους πολυελαίους του πρώτου ορόφου του μουσείου.
Καθώς σκούπιζε το διάδρομο της μεγάλης σάλας, βρέθηκε μπροστά στο θρόνο. Στάθηκε για λίγο να τον κοιτάζει. Όταν ήταν μικρή ο παππούς της τής διάβαζε παραμύθια με βασίλισσες, βασιλιάδες, πρίγκιπες, ιππότες και άλλους γαλαζοαίματους, και της έλεγε ότι μια μέρα θα γνώριζε έναν άντρα που θα την είχε βασίλισσα.
Μεγάλωσε και βρήκε το Λυκούργο. Βασιλιάς στην καρδιά της, κορώνα στο κεφάλι της ο Λυκούργος της. Κι εκείνη δεν είχε παράπονο· βασίλισσα την είχε… στην κουζίνα.
Η Ελευθερία ήταν καταπληκτική μαγείρισσα. Έμαθε να μαγειρεύει από πείσμα, για να μην την λένε άχρηστη. Δεν έχανε πρωινάδικο για πρωινάδικο προκειμένω να παρακολουθήσει την ενότητα της μαγειρικής. Έτσι και ο έρωτας με τον Λυκούργο, πέρασε πρώτα από το στομάχι. Διανομέας δεν είχε δει το κουδούνι τους και εκείνη ένιωθε σπουδαία κάθε φορά που ο σύντροφός της την επαινούσε. Κι εκείνο το «Είσαι η βασίλισσα της κουζίνας», την έκανε να καμαρώνει με ύφος δώδεκα καρδιναλίων.
Πέρασε ο καιρός· εκείνη έχασε τον ενθουσιασμό της για την μαγειρική και ο ουρανίσκος του Λυκούργου άρχισε να βαριέται το σπιτικό φαγητό και να αναζητά νέες γεύσεις. Οι κατσαρόλες κρεμάστηκαν, τα μυρωδικά μαράθηκαν. Η πόρτα άνοιγε και δεν έτρεχε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Το τραπέζι δεν ήταν στρωμένο και στο βάζο δεν είχαν τοποθετηθεί φρέσκα λουλούδια για μήνες. Η φλόγα που τους ένωνε τρεμόπαιζε. Πέρασε ο έρωτας και σκορπίστηκε η ομίχλη. Η ορατότητα ήταν καλύτερη και πλέον τα σουτζουκάκια δεν είχαν την ίδια ισχύ. Οι συζητήσεις άβολες και η αδιαφορία είχε λάβει τη θέση της κατανόησης. Δεν άργησε να έρθει η πτώση των στεμμάτων και η κατάργηση των κτητικών αντωνυμιών. Ο Λυκούργος της έγινε ο Λυκούργος και η βασίλισσα της κουζίνας, ήταν απλώς η Ελευθερία. Μια Ελευθερία κι ένας Λυκούργος που περιφέρονταν στον ίδιο χώρο ως απλοί υπήκοοι ενός βασιλιά έρωτα, για τον οποίο πια θρηνούσαν.
Η Ελευθερία στεκόταν μπροστά στον άδειο θρόνο και μόνο ένα πρόσωπο μπορούσε να φανταστεί καθήμενο εκεί· τον κάποτε δικό της Λυκούργο και δίπλα του εκείνη, η βασίλισσα του με σκήπτρο την κουτάλα. Έσκυψε το κεφάλι της και συνέχισε να σκουπίζει τα απομεινάρια του δικού της παραμυθιού, όπου έζησαν αυτοί καλά σε ξεχωριστά βιβλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου