Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Σα Βγεις Στον Πηγαιμό Για Τη Σκιάθο…

             …να φροντίσεις να έχεις κοιμηθεί καλά.
            Η ανυπομονησία για το ταξίδι και η εμμονή το σπίτι να βρίσκεται σε άψογη κατάσταση (καθαρό και μυρωδάτο) για να μας υποδεχτεί, όταν θα επιστρέψουμε, ήταν οι λόγοι, εξαιτίας των οποίων δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Παρόλο το ξενύχτι, ο στόχος δεν επιτεύχθηκε στο βαθμό που θα ήθελα, αλλά μου κόστισε σε μαύρους κύκλους και κούραση.
            Το λεωφορείο προς Βόλο αναχωρούσε στις επτά το πρωί και θα έπρεπε να φύγουμε κατά τις έξι, όταν ακόμα η μέρα ήταν αγουροξυπνημένη και τα μάτια της δεν είχαν ανοίξει καλά για να φωτίσει τον κόσμο. Ήταν εκείνη η ώρα, με το ημίφως και από κάπου ψηλά χωρίς άλλα κτήρια να εμποδίζουν το βλέμμα, κάποιος θα μπορούσε να δει τον ήλιο να χουζουρεύει και με δυσκολία να πετάει τα σκεπάσματα για να ξεκινήσει το ταξίδι του από το ένα σημείο του ορίζοντα προς το άλλο, εκεί που θα χαθεί και θα είναι η ώρα για τη νυχτερινή βάρδια της Σελήνης.
            Στο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων της Λιοσίων επικρατούσε μια σχετική ησυχία από εκείνες που χωρίς λόγο, θέλεις να μιλάς ψιθυριστά για να μη μοιάζει η φωνή σου με φάλτσες νότες στο χάραμα.
            Ο κόσμος ελάχιστος, αρκετοί νυσταγμένοι, καθόντουσαν σχεδόν σαν αγαλματάκια ακούνητα και αμίλητα στις καρέκλες του σταθμού και όσοι δεν είχαμε προμηθευτεί το εισιτήριο μας, περιμέναμε στη σειρά, μέχρι να ανοίξουν τα εκδοτήρια. Άλλοι επέστρεφαν στο Βόλο και για μερικούς από εμάς, θα ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός.
             Ώρα επτά. Ακόμα ένα ταξίδι με ΚΤΕΛμπους ξεκίνησε.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, εκεί μεταξύ γλυκού ύπνου και ροχαλητού, κάπου – κάπου άνοιγα τα μάτια μου για να θαυμάσω τη θέα. Στρέμματα με χρυσαφένιες καλαμποκιές, δεμάτια με στάχυα πάνω σε οργωμένα, καθαρά και περιποιημένα χωράφια, ένας υγροβιότοπος με πελώρια λευκά πτηνά…
            Έπειτα από τέσσερεις ώρες και μια εικοσάλεπτη στάση στο ενδιάμεσο, για να ξεπιαστούμε, φθάσαμε στο Βόλο. Περπατήσαμε από τον σταθμό των ΚΤΕΛ προς το λιμάνι αναζητώντας ένα πρακτορείο για να προμηθευτούμε τα εισιτήρια του πλοίου. Ελπίζαμε να προλάβουμε το πλοίο που θα αναχωρούσε στις δώδεκα το μεσημέρι, αλλά ήταν ήδη δώδεκα παρά δέκα όταν καταφέραμε να βρούμε το πρακτορείο, οπότε αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε με το επόμενο, στις δυο. Καθίσαμε σε ένα καφέ στο λιμάνι μέχρι να περάσει η ώρα.
            Είχα ακούσει ότι ο Βόλος είναι μια όμορφη πόλη. Ίσως να αληθεύει, αλλά σίγουρα η ομορφιά του δε βρίσκεται στο κομμάτι που περπατήσαμε. Το θετικό είναι ότι πρόκειται για μια επίπεδη πόλη, οπότε αρκετοί πολίτες κυκλοφορούν με ποδήλατο και οι οδηγοί μάς φάνηκαν ιδιαιτέρως προσεκτικοί και καθόλου βιαστικοί. Αντιθέτως, έδιναν και προτεραιότητα στους πεζούς. Ενδεχομένως, αυτό να είναι το φυσιολογικό, αλλά ζώντας στην Αθήνα, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να σε βρίσει ο οδηγός ακόμα κι αν έχεις προτεραιότητα, παρά να σταματήσει.
            Ήταν η αρχή των διακοπών που περιμέναμε έναν ολόκληρο χρόνο. Μακριά από την πόλη που μας κατασπαράζει και μια καθημερινότητα, στην οποία οι εικοσιτέσσερεις ώρες είναι ελάχιστες. Οτιδήποτε μας στεναχωρούσε, μας άγχωνε, μας κούραζε ήταν πλέον τριακόσια τριάντα ένα χιλιόμετρα μακριά.
            Απολαύσαμε τον καφέ μας σε ένα από τα μαγαζιά του λιμανιού και σιγά – σιγά μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού με το μανδύα της υγρασίας που έκανε τα ρούχα να κολλούν πάνω μας σα σιδερότυπα (για εμάς τους δεινοσαύρους που τα προλάβαμε αυτά), προχωρήσαμε κατά μήκος του λιμανιού για να επιβιβαστούμε στο δελφίνι.
            Εκεί για πρώτη φορά είδα ένα περίεργο πράγμα σαν τηγανιτό αβγό τεραστίων διαστάσεων να επιπλέει. Κάποιος είπε ότι ήταν σαλούφα και ξάφνου ένας νέος κόσμος – εκείνος του National Geographic – ανοίχτηκε μπροστά μου.
            Επιβιβαστήκαμε και σε μια μιάμιση ώρα θα περπατούσαμε στα ίδια δρομάκια με εκείνα που περπατούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και εμπνεόταν τα διηγήματά του.
 
[… συνεχίζεται…]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου