Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Παιδί Δεύτερης Ευκαιρίας [II]

Ήταν το πιστοποιητικό θανάτου της Στεφανίας. Απόρησε που η μάνα του δεν το είχε αναζητήσει, αλλά από την άλλη μπορεί να ήταν και φυσιολογικό. Η Στεφανία δεν έφυγε ποτέ από το σπίτι τους. Ζούσε σε κάθε πόρο του, σε κάθε χαρά, σε κάθε λύπη, σε κάθε ανάσα της μάνας του.
Δίπλωσε ξανά το χαρτί και το έβαλε στην τσέπη του. Έσβησε το τσιγάρο στο τσιμέντο πατώντας το με το παπούτσι του, πήρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα από το παγκάκι και επέστρεψε στο σπίτι.
Η μάνα του κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρά της. Έκανε ένα ντους, φόρεσε τις πιτζάμες του και ξάπλωσε στο παιδικό του δωμάτιο. Τα πράγματά του ήταν όλα μαζεμένα σε κούτες από τότε που έφυγε για την Αθήνα. Το ξύλινο ταβάνι είχε μαυρίσει από την υγρασία και τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα. Θα το επισκεύαζαν και αυτό οι μάστορες.
Παρ’ όλη την κούραση του, δεν κατάφερνε να αποκοιμηθεί. Σηκώθηκε. Πήρε το πιστοποιητικό από το κομοδίνο, όπου το είχε ακουμπήσει για να μην το ανακαλύψει η μάνα του στο παντελόνι όταν θα το έβαζε στο πλυντήριο, και με αργά βήματα για να μην την ξυπνήσει, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Στεφανίας.
Απέφευγε να μπαίνει μέσα. Μια φορά το τόλμησε όταν ήταν μικρός και η μάνα του τον πέταξε έξω. Από τότε δεν ήθελε να πατήσει ξανά το πόδι του εκεί. Κράτησε το πόμολο της πόρτας. Ολόκληρος άντρας και του ήταν αδύνατο να ελέγξει εκείνο το απροσδιόριστο συναίσθημα που έκανε τα χέρια του να ιδρώνουν και την καρδιά να επιταχύνει τους χτύπους της. Κατέβασε το πόμολο και άνοιξε προσεκτικά την πόρτα για να μην ακουστεί το τρίξιμο των μεντεσέδων. Η πόρτα της Στεφανίας ήταν η μόνη αθόρυβη.
Ήταν ακριβώς έτσι όπως το θυμόταν. Τίποτα δεν είχε μετακινηθεί από εκείνη τη μέρα που περίεργος, ως παιδί, τρύπωσε στο δωμάτιο. Ένα καθαρό δωμάτιο, βαμμένο που μύριζε άνοιξη. Ένα λαμπάκι αναμμένο στον τοίχο για να μη φοβάται η αδελφή του μόνη της στα σκοτεινά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, άναψε το φως.
Το δωμάτιο της Στεφανίας ήταν το μόνο καλοδιατηρημένο, σαν καινούργιο. Του έδινε την αίσθηση πως μπήκε σε άλλο σπίτι. Άνοιξε το παράθυρο. Την ημέρα, από εκεί φαινόταν όλη η πλαγιά. Από το δάσος ως τη θάλασσα, ως τον απέραντο ορίζοντα και την ανατολή. Ακόμα και βάζο με ολόφρεσκα λουλούδια της είχε βάλει στην ραφιέρα. Η κούκλα και το καφέ λούτρινο αρκουδάκι της παραταγμένα στο προσκέφαλο της κούνιας της, τα λευκά σεντόνια με τα μικρά κεντημένα λουλούδια στη ραφή τους, τα απαλά σκεπάσματα μοσχοβολούσαν. Στην ντουλάπα τα λιγοστά ρούχα της κρεμασμένα και δίπλα τους ένα σακουλάκι με ανθούς λεβάντας και χαμομηλιού για να διατηρούνται μυρωδάτα. Πλησίασε στην πολυθρόνα που ήταν τοποθετημένη δίπλα στην κούνια. Έβγαλε το πιστοποιητικό θανάτου από την τσέπη του και το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι. Δε χρειαζόταν να το βρει η μάνα του.
Ο Λεωνίδας κάθισε στην πολυθρόνα. Από τότε που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει, στην οικογένεια του μιλούσαν για τη Στεφανία, τη μικρή του αδελφή που πέθανε από πνευμονία όταν ήταν τεσσάρων ετών. Αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της, η γέννησή του ήταν το φάρμακο των γονιών του, η γέμιση της άδειας φωλιάς. Άκουγε διαρκώς ότι η Στεφανία τώρα πια ήταν άγγελος δίπλα στο Θεό και ζει στον Παράδεισο. Η αγάπη των άλλων και η διαρκής αναφορά σε εκείνη, τον έκανε να την αγαπάει, να την αναζητά και να του λείπει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την έβλεπε στον ύπνο του. Του είχαν πει ότι ήταν ένα αδύνατο κορίτσι, με μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια και ξανθά μαλλιά. Ο Λεωνίδας άλλοτε την έβλεπε σε μικρή ηλικία και άλλοτε σαν έφηβο κορίτσι με μακριά μαλλιά στολισμένα με μικρά γαλάζια λουλούδια και αέρινο λευκό φόρεμα σαν οπτασία.
Πήγαινε στην πρώτη δημοτικού, όταν ένα μεσημέρι επέστρεφαν με τη μάνα του από το σχολείο και τη ρώτησε αν θα τον γεννούσε, σε περίπτωση που είχε τη Στεφανία, εκείνη περπατούσε βαριά, και με την ψυχρή φωνή της, του απάντησε αρνητικά.  Θα είχε τη Στεφανία, δεν ήθελε άλλο παιδί. Αν και αργότερα, ο ίδιος δικαιολόγησε τη στάση της, γιατί κατάλαβε ότι μιλούσε ο θρήνος της, εκείνο το μεσημέρι ένιωσε την απόρριψη, αλλά όχι τη ζήλεια.
Πήγε με το ποδήλατο του ως το νεκροταφείο και βρήκε τον τάφο της. Είχε πάει αρκετές φορές με τους γονείς του και είχε μάθει τη διαδρομή. Έκλαιγε με λυγμούς πάνω στο μάρμαρο. Του είχαν πει ότι οι άγγελοι όλα τα θεράπευαν. Η αδελφή του είχε λευκά φτερά και ήλπιζε στην ελεημοσύνη της. Μια γριά καντηλανάφτισσα τον είδε εκεί και τον έσυρε από τα αφτί:
«Τι κάνεις εσύ εδώ, παιδί πράμα;»
«Άσε με.», της φώναζε και την κλωτσούσε κλαίγοντας.
«Η μάνα σου το ξέρει;»
«Να μη σε νοιάζει.»
«Μπρος, φύγε! Ορίστε μας, μικρό παιδί να θρηνεί στα μνήματα.»
Πήρε το ποδήλατό του και γύρισε στο σπίτι. Η Στεφανία πάντα έβρισκε τον τρόπο να τον απομακρύνει από κοντά της, όποτε εκείνος έκανε την προσπάθεια να την πλησιάσει.
Επέστρεψε στο σπίτι. Δεν ήθελε να μπει μέσα. Κάθισε στην αυλή, τάχα μου πως έπαιζε με τα  φορτηγάκια του. Από το παράθυρο της κουζίνας ακουγόταν η φωνή της θείας του:
«Ευδοξία, πρέπει να συνέλθεις. Έχεις το Λεωνίδα. Πρέπει να νιώσει και τούτο το φουκαριάρικο ότι έχει μάνα. Η Στεφανία μας έφυγε, αλλά ήρθε ο μικρός και σε έχει ανάγκη.»
«Δε με καταλαβαίνεις. Έφυγε το μωρό μου. Θυμάσαι που το κράταγα στην αγκαλιά μου, μου γέλαγε και μου έσφιγγε τον αντίχειρα; Πώς να ξεχάσω τα ματάκια του, το γέλιο του…!»
«Το ξέρω, αλλά έχεις κι άλλο παιδί.»
«Τον αγαπάω, το Λεωνιδάκο μου. Δεν τον φροντίζω;»
«Τον φροντίζεις. Του πλένεις, του μαγειρεύεις, τον έχεις καθαρό, τον βοηθάς με τα μαθήματα, αλλά δεν είσαι εκεί. Είσαι σα ρομπότ. Βγάλε τα μαύρα, επιτέλους. Φθάνει! Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν.»

(συνεχίζεται…)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου