Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Το Ιώδιο (1)

           Είχε μια ενδόμυχη επιθυμία να μάθει μουσική. Δεν ήταν καλός αθλητής, δεν τον ενδιέφερε το διάβασμα –άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που αδιαφορούσε για τη λογοτεχνία –, τα ταξίδια του άρεσαν, αλλά δεν ήταν πάντοτε εφικτό να παρατάει τα πάντα για να κάνει διακοπές. Ίσως αν έπαιρνε ένα σκύλο να αναγκαζόταν να κάνει μερικούς περιπάτους και να ξεκινούσε σιγά – σιγά και τη γυμναστική. Όχι. Επέμενε στη μουσική. Ενδεχομένως, να οφειλόταν στο απωθημένο που είχε από μικρός. Είχε καλή φωνή, μπάσα και κρυστάλλινη. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε σπουδαίο τενόρο, αλλά οι γονείς του δε θεωρούσαν ότι μέσω της τέχνης θα εξασφάλιζε τα προς το ζην. Τώρα, στα σαράντα και κάτι, θα μάθαινε μουσική. Ο γιατρός του ήταν σαφής· για να αποβάλει το άγχος θα έπρεπε να βρει μια ασχολία.
            Για περίπου μια εικοσαετία, δούλευε στην ίδια ναυτιλιακή εταιρεία, η οποία παρουσίαζε αλματώδη πρόοδο, το ίδιο και οι υποχρεώσεις του. Όλη η ζωή του, οι σκέψεις, τα σχέδια του περιστρέφονταν γύρω από την καριέρα του. Εντός λίγων μηνών, κατάφερε να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη και να έχει δημιουργήσει ένα άρτιο τμήμα marketing έχοντας στην ομάδα του τους καλύτερους. Κάθε μέρα έφευγε από την εταιρεία πλήρης. Οι ώρες εργασίας ήταν πιο απολαυστικές και από το σεξ. Κέρδιζε σε ενέργεια και δε γνώριζε από εμπόδια.
Το τελευταίο διάστημα, ο οργανισμός του άρχισε να τον προδίδει. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο. Σε λιγότερο από πέντε εβδομάδες, το καινούργιο κρουαζιερόπλοιο του στόλου, θα ξεκινούσε τα ταξίδια του και εκείνος έπρεπε να πετύχει το στόχο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από το να καταφέρει να το προωθήσει τόσο ώστε όλες οι αναχωρήσεις να έχουν εκατό τοις εκατό πληρότητα.
            Ένα απόγευμα επισκέφθηκε τον γιατρό του. Δεν ήταν κάτι παθολογικό. Όλες εκείνες οι ενοχλήσεις ήταν αποτελέσματα άγχους και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βρει μια ασχολία που θα τον χαλάρωνε και θα τον αποσπούσε από τη δουλειά του όσες ώρες βρισκόταν εκτός εταιρείας. Αποφάσισε να ακολουθήσει την εντολή του.
            Άνοιξε τη ντουλάπα αναζητώντας ένα πρόχειρο ρούχο για να πάει στο περίπτερο να πάρει μια εφημερίδα και τότε για πρώτη φορά διεπίστωσε ότι δεν είχε πρόχειρα ρούχα. Όταν βρισκόταν έξω φορούσε κοστούμι, όταν δούλευε φορούσε κοστούμι, όταν πήγαινε για ποτό φορούσε κοστούμι, όταν κοιμόταν φορούσε πυτζάμες και στο μπάνιο το μπουρνούζι του. Δεν είχε καν μια αθλητική φόρμα. Φόρεσε ένα πουκάμισο και ένα υφασμάτινο παντελόνι. Όλα τα παπούτσια του ήταν καλογυαλισμένα, δεν είχε αθλητικά ούτε λιγότερο γυαλιστερά.
            Αγόρασε μια εφημερίδα με αγγελίες και επέστρεψε στο σπίτι για να την ξεφυλλίσει. Στο ένθετο με τους καθηγητές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, δε βρήκε κανέναν που να ασχολείται με τη μουσική. Ή μάλλον βρήκε, μόνο που εκείνος δεν ήθελε να μάθει να παίζει κιθάρα. Αποφάσισε να απευθυνθεί σε ένα ωδείο, αλλά οι εγγραφές είχαν ολοκληρωθεί από το Σεπτέμβρη και δεν είχαν καν το χρόνο για να του κάνουν ιδιαίτερα.
Ένα απόγευμα, επιστρέφοντας στο σπίτι άκουσε μουσική από την απέναντι πολυκατοικία. Κάποιος έπαιζε σαξόφωνο και είχε αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά.
            Στάθηκε στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να καταλάβει από ποιον όροφο ακουγόταν η μουσική. Μια μεσόκοπη γυναίκα φορτωμένη με τις σακούλες από τα ψώνια τον πλησίασε:
«Πάλι θα μας πάρει τα αφτιά!»
«Γνωρίζετε ποιος είναι;»
«Φυσικά, είναι η καινούργια που μένει στο δεύτερο. Είναι μουσικάντισσα και κάθε μέρα μας τρελαίνει με τα μπαπα – μπουπα.»
«Εγώ ακούω ότι παίζει ωραία.»
«Εσύ ακούς ό,τι θες.»
Η γυναίκα έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του εμπριμέ φορέματος και άνοιξε την πόρτα της εισόδου. Εκείνος την ακολούθησε:
«Μια στιγμή. Πού πας; Η είσοδος δεν επιτρέπεται.»
«Με περιμένουν.»
«Ποιος;»
«Η κοπέλα στο δεύτερο.»
Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά πριν προλάβει να παραπονεθεί η γυναίκα.
Στάθηκε στη μέση του διαδρόμου. Οι πόρτες ήταν ασφαλείας και τα διαμερίσματα είχαν ηχομόνωση. Ακουγόταν αμυδρά η μουσική, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει σε ποιο από τα δύο διαμερίσματα έμενε εκείνη. Επέλεξε να χτυπήσει το κουδούνι, στου οποίου το ταμπελάκι δεν υπήρχε όνομα. Αν είχε μετακομίσει τώρα, το πιθανότερο ήταν να μην είχε προλάβει να γράψει το όνομα της ή να το είχε αμελήσει.
            Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από μέσα. Απάντησε ότι είναι ο γείτονας και χρειάζεται λίγη ζάχαρη. Πόσο κλισέ! Όμως τι να απαντούσε: «Άνοιξέ μου, αναζητώ απελπισμένα δάσκαλο μουσικής»;
            Η κοπέλα του άνοιξε. Τα μαλλιά της πιασμένα κότσο, τούφες έπεφταν δεξιά και αριστερά, δεν είχε ίχνος μακιγιάζ, αλλά – σε αντίθεση με εκείνον – είχε πρόχειρα ρούχα και του άνοιξε φορώντας ένα ξεχειλωμένο φούτερ και μια τρύπια φόρμα:
«Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα σας, μπορώ να περάσω;»
«Όχι. Ποιος είστε;»
«Είμαι γείτονας και θα ήθελα να σας απασχολήσω για λίγο.»
«Για ποιο λόγο;»
«Ήθελα να σας ρωτήσω αν μπορείτε να μου δανείσετε λίγη ζάχαρη.»
Η αναμαλλιασμένη κοπέλα πρόσεξε πως δεν κρατούσε κανένα βάζο για να τη βάλει.
«Λυπάμαι, δεν έχω.», του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα.

Έφυγε.

Είχαν περάσει σχεδόν δυο εβδομάδες. Η σκέψη να προσλάβει την αναμαλλιασμένη κοπέλα ως καθηγήτρια μουσικής, έπαψε να είναι επιθυμία και είχε μετατραπεί σε εμμονή. Όσες φορές κι αν περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία, δεν είχε καταφέρει να τη συναντήσει. Άλλες φορές οι μπαλκονόπορτες ήταν κλειστές και δε φαινόταν ίχνος φωτός από τις γρίλιες και άλλοτε την άκουγε να παίζει, αλλά η σκέψη να ανέβει στο διαμέρισμά της και να κάνει μια δεύτερη προσπάθεια να της μιλήσει έμοιαζε με αποτυχία.
            Η γυναίκα με το εμπριμέ φόρεμα, την οποία είχε συναντήσει τις προάλλες στην είσοδο, κρυφοκοιτούσε πίσω από την κουρτίνα. Το πρόσωπό της ανέκφραστο, αλλά εκείνος ήταν σίγουρος ότι πίσω από εκείνο το ψυχρό πρόσωπο, ξεκαρδιζόταν με το πάθημά του. Αδιαφόρησε.



(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου