Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Ταξίδι Δρόμου με ΚΤΕΛμπους στη Βυζίτσα [Μέρος ΙΙ]

Το πρωινό σερβιρίστηκε στην αυλή κάτω από μια ακτινιδιά. Τα φύλλα της πλατιά, σκούρα πράσινα, τα κλαδιά της σαν κορδέλες στριφογυρισμένες που κατέληγαν στην κορυφή της πέργκολας και κρεμόντουσαν μικρά ακτινίδια. Το πρώτο γεύμα της ημέρας στην εξοχή είναι πάντα ιδιαίτερο. Έχει άλλη γεύση και κάπως το απολαμβάνεις περισσότερο. Δε σε απασχολούν και πολλά, όταν έχεις απομακρυνθεί εκατοντάδες χιλιόμετρα από το σπίτι σου. Είναι εκείνες οι λίγες μέρες που το «Ωχ! βρε αδελφέ!» αποκτά αξία. Τίποτα δεν σε απασχολεί, τα έχεις αφήσει όλα εκεί που ανήκουν και το μόνο που έχει σημασία είναι τα σχέδια για τη μέρα που ξημερώνει.

Το δικό μας σχέδιο για την μέρα που ξημέρωσε ήταν να επισκεφθούμε τους Καταρράκτες. Πήραμε το παγουρίνο, μπάρες δημητριακών και τον κατήφορο. Περπατώντας στο χωματόδρομο, συναντήσαμε δυο πεζοπόρους με τα μπατόν τους – να τι δεν είχαμε και η έλλειψη έγινε αισθητή στην ανηφόρα –, ένα σκυλί μας γάβγιζε μέσα από το συρματόπλεγμα του περιβολιού, κάτι σαύρες και ιπτάμενα έντομα μάς είχαν πάρει στο κατόπι, τα ξερόχορτα είχαν λογγώσει και οι πιθανότητες - στην καλύτερη περίπτωση - να συναντηθούμε με τα ερπετά του Πηλίου και - στη χειρότερη - να παραπατήσουμε και να κάνουμε ελεύθερη πτώση στο γκρεμό, αυξάνονταν.

Όση ώρα το διαβολάκι και το αγγελάκι στους ώμους μας διαφωνούσαν σχετικά με το αν θα πρέπει να συνεχίσουμε ή να επιστρέψουμε στην πλατεία του χωριού, εμείς κοιτούσαμε πέρα στα πέρα όρη με τα αφτιά τεντωμένα, μήπως καταφέρναμε να ακούσουμε τα κελαρύσματα του νερού καθώς κατεβαίνει από τους καταρράκτες… αλλά μάταια. Τζιτζίκια, πουλιά και οι ήχοι καλοκαιρινού αέρα στη χαράδρα του βουνού ήταν όσα διακρίναμε. Είχαμε φθάσει αρκετά χαμηλά, σχεδόν σε σημείο που από τα ξερόχορτα χάναμε το μονοπάτι και η κατάβαση άρχισε να γίνεται επικίνδυνη, για εμάς που δε γνωρίζαμε τη διαδρομή και Μαγγελάνους, δεν μας λες! Οπότε η απόφαση για την επιστροφή στην πλατεία ήταν μονόδρομος.

Στην επιστροφή κάναμε μια στάση σε ένα εγκαταλελειμμένο ξωκλήσι να πιούμε νερό, να φάμε και μια μπάρα για να πάρουμε δυνάμεις. Τι ήμασταν για να ανεβαίναμε με τη μια όλη αυτή την ανηφόρα, τίποτα Ολυμπιονίκες; Όχι, βέβαια!

Αργότερα την ίδια μέρα, μάθαμε ότι οι καταρράκτες είναι σαν την πλατφόρμα 9 ¾ - εμφανίζονται μόνο όταν βρέχει. Όλες τις υπόλοιπες ημέρες δεν υπάρχουν.

Καλά πήγε κι αυτό!

                                                                                                                                            [συνεχίζεται…]









Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Ταξίδι Δρόμου με ΚΤΕΛμπους στη Βυζίτσα [Μέρος Ι]

         Παραμονή των διακοπών λάβαμε ένα τηλεφώνημα από φιλικό ζευγάρι, το οποίο μάς κάλεσε δήθεν για να μάθει πώς είμαστε, αλλά ο στόχος μάλλον ήταν να μας ματιάσει. Πού θα πάτε; Πάλι στο Πήλιο; Δε θα βρείτε τίποτα, είναι όλα καμένα… και άλλα τέτοια ενθαρρυντικά (καθόλου) σχόλια.
          Το ταξίδι μας θα ξεκινούσε την επόμενη μέρα το πρωί. Όταν λέμε πρωί, εννοούμε πολύ πρωί. Εκείνη την ώρα που αξίζει να ξυπνήσεις μόνο επειδή έτσι γουστάρεις ή για να ταξιδέψεις. Το πρώτο λεωφορείο προς Βόλο αναχωρούσε στις επτά κι εμείς είχαμε ξυπνήσει από τις πέντε.
Φθάσαμε στο σταθμό με τη σιγουριά ότι θα βρούμε εισιτήρια, γιατί ποιος θα ταξιδέψει στο Βόλο ένα Σάββατο του Αυγούστου στις επτά;! Πλησιάσαμε στο εκδοτήριο και ο υπάλληλος μας ενημέρωσε ότι το λεωφορείο ήταν γεμάτο και θα έπρεπε να μπούμε σε λίστα αναμονής. Η γρουσουζιά είχε αρχίσει να αχνοφαίνεται.
Καθίσαμε στο καφενείο του σταθμού περιμένοντας να μας ενημερώσουν. Για καλή μας τύχη, έπειτα από λίγα λεπτά, οι θέσεις βρέθηκαν και επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο.
Η διαδρομή γνώριμη. Οι εκτάσεις με το κίτρινο και το πράσινο χρώμα, τα καλλιεργημένα χωράφια, οι χρυσές καλαμποκιές που χόρευαν στο ρυθμό που τις παρέσερνε το αεράκι του Αυγούστου και μια λίμνη στο βάθος με τα ήρεμα νερά. Έπειτα από περίπου τέσσερεις ώρες και μια ολιγόλεπτη στάση στον Άγιο Κωνσταντίνο, φθάσαμε στην πόλη του Βόλου.
Η πρώτη μας δουλειά ήταν να πάμε στα εκδοτήρια για να αγοράσουμε εισιτήρια για την Βυζίτσα. Εκεί μας ενημέρωσαν ότι στο δρόμο γίνονται έργα και δε θα πάει κανένα λεωφορείο, γιατί δεν έχει πρόσβαση και θα έπρεπε να δοκιμάσουμε να ταξιδέψουμε καθημερινή.
Θα ήθελα να σκεφτούμε την απάντηση αυτή. Τα έργα στους δρόμους γίνονται σαββατοκύριακα και τις καθημερινές θα είναι όλα ανοιχτά.
Η μέρα γινόταν όλο και καλύτερη. Καλέσαμε στο αρχοντικό, όπου είχαμε κάνει κράτηση για να τους ενημερώσουμε ότι έχουμε μια δυσκολία να φθάσουμε, γιατί ο δρόμος ήταν κλειστός για να λάβουμε την απάντηση ότι δεν γίνονται έργα, αλλά μάλλον λόγω αυξημένης κίνησης και στενών δρόμων το λεωφορείο δεν μπορεί να περάσει. Το σχέδιο Β’ ήταν να πάμε με το λεωφορείο ως τα Καλά Νερά και από εκεί να πάρουμε ένα ταξί.
Το λεωφορείο μάς άφησε πάνω στον κεντρικό δρόμο, όπου δεν υπήρχε καμία πιάτσα ταξί και δεν ξέραμε και προς τα πού πρέπει να πάμε για να βρούμε. Μπήκαμε σε έναν φούρνο και η κοπέλα μάς εξυπηρέτησε δίνοντας μας τον αριθμό ενός ταξιτζή… μάλλον, του μοναδικού που υπάρχει στο χωριό, ίσως και σε όλη την περιοχή.
Θα ήταν διαθέσιμος σε μισή ώρα, αλλά τελικά κάτι προέκυψε και αν συμφωνούσαμε να μας πάει μαζί με άλλον έναν επιβάτη που πήγαινε στις Μηλιές, θα μπορούσε να μας εξυπηρετήσει πιο άμεσα. Δεχτήκαμε. Μέσα σε λίγα λεπτά έφθασε το ταξί και από το πουθενά ξεπήδησε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι:
«Σας πειράζει να μας πάρετε μαζί σας μέχρι τη Γατζέα;»
Ούτε που καταλάβαμε πώς εμφανίστηκε στο παιχνίδι η Γατζέα. Ο ταξιτζής μάς είπε ότι είναι το διπλανό χωριό και σε δέκα λεπτά θα είναι πίσω. Δε φέραμε αντίρρηση. Δεδομένης της κατάστασης, το σημαντικό ήταν να εξυπηρετηθούμε όλοι και για δέκα λεπτά δε θα χανόταν ο κόσμος. Αν και περιμέναμε κάτω από το υπόστεγο του φούρνου, η ζέστη ήταν ανυπόφορη, όμως ο οδηγός επέστρεψε γρήγορα και ξεκινήσαμε επιτέλους για τη Βυζίτσα! Μια διαδρομή ανάμεσα στα βουνά και από τις Μηλιές ως τη Βυζίτσα υπήρχαν σημεία που ο δρόμος στένευε και η κίνηση ήταν μεγάλη, αλλά έργα δε συναντήσαμε πουθενά.
    Φθάσαμε στον ανοιχτό χώρο στάθμευσης του χωριού και προσπαθήσαμε να προσανατολιστούμε για να βρούμε το αρχοντικό. Ήταν μόλις εκατό μέτρα πιο κάτω με μια ταμπέλα τεράστια, αλλά κανείς μας δεν την πρόσεξε και δεν κατάλαβε ότι το προσπεράσαμε. Αρκεστήκαμε στο να απολαύσουμε τη διαδρομή.
         Από το δρομάκι ακόμα, πριν καν περάσουμε στην αυλόπορτα, είχαμε ενθουσιαστεί με την αρχιτεκτονική και τον κήπο.
       Μας υποδέχτηκε η κυρία Μάχη. Μια κυρία γλυκύτατη και πάντα χαμογελαστή. Μας οδήγησε στο δωμάτιο.
      Μας ξενάγησε στο δεύτερο όροφο του αρχοντικού. Το μεράκι που είχαν κάποτε οι άνθρωποι και δημιουργούσαν στολίδια και το μεράκι που έχουν οι σημερινοί ιδιοκτήτες να τα διατηρήσουν είναι το κάτι άλλο.
       Το ταβάνι φτιαγμένο με μαεστρία. Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από τα ανάγλυφα σχέδια; Από τη ζωγραφική, από τα βιτρό παράθυρα κατά μήκος του τοίχου, τα κεντήματα , τα χαλιά ή τον οντά; Ακόμα και η πόρτα ήταν σκαλιστή. Τα κρυστάλλινα ποτήρια περίμεναν στο δίσκο τούς καλεσμένους. Είναι σχεδόν συγκινητική η αφοσίωση αυτών των ανθρώπων στη διατήρηση των παραδόσεων και της αρχιτεκτονικής που κάποτε τα σπίτια ήταν κοσμήματα και τώρα στα νέα κτήρια έχουμε χάσει την αισθητική μας. Είναι όλα ψυχρά και άοσμα. Ένας χώρος άγνωστος προς εμάς, εξέπεμπε τόση ζεστασιά και ένιωθες πως είχε πολλές ιστορίες να αφηγηθεί.
           Ξεκουραστήκαμε για λίγο και κάναμε την πρώτη μας βόλτα στο χωριό. Η πλατεία μικρή  με δυο εστιατόρια και τρεις καφετέριες. Δυο μεγάλα πλατάνια τη σκέπαζαν και από εκεί το βλέμμα σου διέσχιζε τα βουνά και έφθανε ως το πέλαγος.

 [συνεχίζεται…]