Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025

Τα Διψασμένα Ψάρια

Τα ψάρια δε νιώθουν μόνο πόνο, αλλά και ευχαρίστηση.
 
Κολυμπούσε σε νερά καινούργια, γαλαζοπράσινα, καθαρά και γαλήνια. Η ουρά της, σαν από αστερόσκονη, χόρευε απαλά και οι ηλιαχτίδες έλαμπαν στο κορμί της. Απολάμβανε τη νέα της αρχή στη λίμνη.

Η Μπέτα Μισοφέγγαρη μικροσκοπική και μεγαλοπρεπής κολυμπούσε στην ελαφριά δίνη που προκαλούσε η βραχώδης όχθη. Ένα μικρό παιχνίδισμα με το νερό, ένας χορός για να γιορτάσει την ελευθερία της από την καταπίεση της γυάλας με τα ψεύτικα χρωματιστά πετραδάκια και τα πλαστικά φυτά.

Η απόδραση ήταν θέμα χρόνου. Το μικρό μυξιάρικο παιδί της οικογένειας, την επέλεξε ως δώρο γενεθλίων και έπειτα αδιαφορούσε. Η γυάλα της θολή κι αν το νερό δεν γέμιζε κηλίδες κανείς δεν αναρωτιόταν αν χρειαζόταν αλλαγή. Ο απολίτιστος κηδεμόνας της έτρωγε με λαιμαργία τις φέτες ψωμιού αλειμμένες με μερέντα και έχοντας το κεφάλι του κολλημένο στο τζάμι γινόταν όλο και πιο τρομακτικός και αποτρόπαιος. Και σα να μην έφθανε η βρωμιά, η ομίχλη αυξανόταν από το χνώτο του και το μικρό, τομαγμένο, κιτρινομπλέ κορμί της κρυβόταν πίσω από τα πλαστικά πράσινα φυτά που ακόμα κι αυτά αποτελούσαν μια παγίδα θανάτου για την ίδια.

Η Μπέτα δεν ήταν η πρώτη κάτοικος της γυάλας. Πριν από εκείνη, εκεί διέμενε ένα χρυσόψαρο. Δεν άντεξε ούτε μήνα και αποδήμησε. Μάλλον, θα το έπνιξε η ασφυκτική αγάπη του μυξιάρικου κηδεμόνα του.

Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα είχε παρατηρήσει ότι η φροντίδα της δεν αποτελούσε προτεραιότητα για κανέναν στο σπίτι. Ο πατέρας πολυάσχολος, η μητέρα είχε τη δουλειά της, αλλά καμάρωνε για την ανατροφή του μονάκριβού της και εκείνη δεν ήταν τίποτε άλλο από το διακοσμητικό στοιχείο πάνω στο πάσο της κουζίνας. Έτσι αποφάσισε να λάβει τα μέτρα της και να φροντίσει η ίδια τον εαυτό της.

Έτρωγε λιτά και προσπαθούσε πάντα να κρύβει κάτω από τα πολύχρωμα πετραδάκια μερικές νιφάδες τροφής για τις δύσκολες ημέρες  υποχρεωτικής νηστείας.

Το τελευταίο διάστημα ο μικρός διάολος του διαμερίσματος άρχισε να τη βασανίζει, τοποθετώντας κάθε λογής μικροσκοπικά παιχνίδια μέσα στο σπίτι της, όπως στρατιωτάκια, μικρά αυτοκινητάκια, τουβλάκια… Η Μπέτα δεν μπορούσε να κολυμπήσει. Όπου κι αν κατευθυνόταν έπρεπε να ξεγλιστρά με μεγάλη προσοχή για να μην τραυματίσει τα πτερύγια και την αέρινη ουρά της. Και το χειρότερο· το βάρος των παιχνιδιών ήταν τόσο μεγάλο που όσο κι αν προσπαθούσε να τα σηκώσει για να ξετρυπώσει κάτω από το χαλίκι μια μικρή νιφάδα τροφής, ήταν αδύνατο.

Ξημέρωσε Κυριακή. Ο μικρός τύραννος της οδού Ανθέων δεν είχε καμία εξωσχολική δραστηριότητα, ο καιρός ανοιξιάτικος και η εκδρομή ήταν μονόδρομος. Σκέφτηκε ότι θα περνούσε λίγες ώρες μόνη της στο διαμέρισμα και θα απολάμβανε την ηρεμία της χωρίς τσιρίδες, χωρίς την τηλεόραση στη διαπασών και χωρίς να εισπνέει τον καπνό του ηλεκτρονικού τσιγάρου που άλλοτε μύρισε σοκολάτα, άλλοτε τριαντάφυλλο και άλλοτε σαν κάλτσα ποδοσφαιριστή μετά το ματς. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλεισε για λίγο τα μάτια για να ονειρευτεί και έγειρε πάνω σε ένα τουβλάκι που είχε βυθιστεί στο σπίτι της. Ώσπου το όνειρο διαλύθηκε σαν σύννεφο στον άνεμο, όταν ο βασανιστής της χτυπιόταν στο πάτωμα και επέμενε να πάρει μαζί του το ψαράκι.

Ξαφνικά θυμήθηκαν ότι υπήρχε. Ξαφνικά νοιάστηκαν για την ανάγκη της Μπέτα να αναπνεύσει οξυγόνο. Ας είναι! Ο τύραννος άρπαξε τη γυάλα και ατσούμπαλα τη μετέφερε στο αυτοκίνητο. Σχεδόν κόντεψε να της βγάλει το μάτι από το κούνημα, καθώς τη χτύπησε κανά δυο φορές πάνω σε ένα πλαστικό από εκείνες τις αηδίες που είχε βυθίσει στη γυάλα της.

Το ταξίδι ήταν εξίσου βασανιστικό με την διαμονή της στην Ανθέων και λίγο εκτίμησε τη σταθερότητα του πάγκου κι ας μην έβλεπε πέρα από το τζάμι της γυάλα της.

Έφθασαν στη λίμνη. Το μικρό μυξιάρικο άρπαξε τη γυάλα και έτρεξε προς την όχθη, όσο οι γονείς του ξεφόρτωναν από το αυτοκίνητο τα απαραίτητα για ένα όμορφο και λαχταριστό πικ – νικ στην εξοχή.

Ο μικρός τύραννος δε φημιζόταν για τις εξαιρετικές του ιδέες, αλλά η συγκεκριμένη ήταν ευφυέστατη – όχι για τον ίδιο. Αποφάσισε να πνίξει την Μπέτα βυθίζοντας τη γυάλα μέσα στη λίμνη κι εκείνη δεν θέλησε να του χαλάσει το χατίρι. Προσποιήθηκε τη νεκρή και ξαπλωμένη καθώς ήταν, με τη βοήθεια του πτερυγίου που ήταν κρυμμένο κάτω από τα πλευρά της κάθετα στον βυθό, απομακρύνθηκε με αργές κινήσεις, αφήνοντας τον να ψάχνει να βρει το πτώμα και να κλαψουρίζει.

Εκεί στη λίμνη με τα γαλαζοπράσινα, διάφανα νερά, χόρευε χωρίς σταματημό και πού και πού έβγαζε το μικροσκοπικό της κεφαλάκι στην επιφάνεια για να ζεστάνει το φως το πρόσωπό της.




Τρίτη 22 Ιουλίου 2025

Στα Παπούτσια Που Δεν Περπάτησαν

Σκοτείνιασε ο χώρος. Οι φωνές των συναδέλφων της ξεθώριαζαν και οι παλμοί της καρδιάς της αυξάνονταν προκαλώντας της το φόβο του θανάτου.

Πάντοτε ήταν τρομακτικός ο θάνατος. Όσο πλησίαζε δεκάδες σκέψεις πλέκονταν σαν κουβάρι:

«Προλαβαίνω να επιστρέψω στη ζωή ή έχω φθάσει στον τερματικό σταθμό; Θα γίνω ρεζίλι αν δεν καταφέρω να πεθάνω και είναι απλώς μια λιποθυμία; Ευτυχώς φοράω τις καινούργιες μου γόβες! Τουλάχιστον, θα είμαι κοκέτα στη βαρκάδα με τον Χάρο. Έχω συμπληρώσει τα κουπόνια για τον Παράδεισο; Έχει γούστο να μην έχω ψιλά για τον Αχέροντα! Αυτό μου έλειπε τώρα να με πουν και λαθρεπιβάτισσα. Θα λείψω σε κανέναν; Σε ποια χέρια θα καταλήξει η συλλογή μου από χάρτινους σελιδοδείκτες; Τα μάτια μου είναι κλειστά ή ανοιχτά; Λες να νομίζουν πως κοιμήθηκα; Αναπνέω; Σε τι ρυθμό χτυπάει η καρδιά μου;»

Σιωπή.

Δευτερόλεπτα αργότερα βρήκε το φως της. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα. Η ζωή έτρεχε κανονικά, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι – αγαπημένη κλισέ φράση – ή σαν το χάμστερ μέσα στον τροχό.

Θα μπορούσε να είχε πεθάνει και, αν δεν σωριαζόταν στο πάτωμα, κανείς δεν θα είχε αντιληφθεί ότι κάποτε υπήρξε ανάμεσά τους και εκείνη τη στιγμή θα την αποχαιρετούσαν για πάντα.

            Όλα ξεκίνησαν όταν η Φλώρα αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά της ως σχεδιάστρια σε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, για να πάει σε μια μεγαλύτερη εταιρεία, κυρίως για το σόι της και το βιογραφικό της. Η κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια μέρα στη δική της φυλακή. Ο υπεύθυνος Σχεδιαστηρίου είχε μπερδέψει τους αιώνες και πίστευε πως τα μεσαιωνικά βασανιστήρια ήταν της μόδας. Όλο το σύγχρονο λεξιλόγιο εμφανιζόταν σα σούπερ κάτω από κάθε στιγμή της καθημερινότητας:

 

Χ Τοξικότητα Χ Έλλειψη Ενσυναίσθησης Χ Εκφοβισμός Χ Λεκτική Βία Χ

 

            Κάθε μέρα όλο και κάτι συνέβαινε που κόσμος από το Σχεδιαστήριο αναγκαζόταν είτε να υποβάλει παραίτηση ή τους απέλυαν, γιατί η ανεπάρκεια των ανωτέρων κρυβόταν καλά κάτω από τη μπουχάρα, όπως και οι δεξιότητες και η δουλειά των υφισταμένων. Το Σχεδιαστήριο ήταν το τμήμα με τις περισσότερες αλλαγές προσώπων.

            Μέχρι που ήρθε εκείνη η μέρα. Η άγια μέρα που ο υπεύθυνος Σχεδιαστηρίου ανακοίνωσε τη συνταξιοδότησή του. Η ανακοίνωση του ήρθε σα δώρο λίγο πριν τη δύση του παλαιού χρόνου. Η Φλώρα δεν ήταν από τα άτομα που εκδήλωναν τα συναισθήματά τους. Συσσώρευε μέσα της το θυμό, τον εκνευρισμό, κυρίως από πλήξη. Δεν άντεχε τους διαπληκτισμούς. Σκότωναν την μούσα μέσα της και σπαταλούσε χρήσιμη ενέργεια. Αν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ των συγκρούσεων και του σχεδίου, πάντα κέρδιζε το σχέδιο.

            Κάπως έτσι έφθασε στο σήμερα, λίγο πριν τα κάλαντα των Φώτων να αναζητεί το φως της κάτω από εννέα λάμπες λευκού φωτός. Ήταν ο συναγερμός του οργανισμού της για να ανησυχήσει για το σώμα της και να τρέξει στο πρώτο εφημερεύον νοσοκομείο που θα έβρισκε.

            Προσπαθούσε για λίγο να ξεχάσει το ενδεχόμενο να λυγίσουν ξανά τα πόδια της και να βρεθεί σε ένα πάτωμα. Εκεί απ’ όπου δε θα έκανε καμία προσπάθεια να επιστρέψει, ώστε να μην χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπη με όλους τους μικροοργανισμούς που σουλατσάριζαν στα επείγοντα.

            Οι γιατροί την εξέτασαν, της έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις, την είχαν στην αναμονή και έπειτα ξανά με περισσότερες ερωτήσεις και επιπλέον εξετάσεις. Το μόνιτορ στραμμένο στην πλευρά του γιατρού, την εμπόδιζε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά και για να βρει το δρόμο του, έπρεπε να το καθοδηγήσει η χημεία. Χάπια και μετρήσεις. Πόσο σοβαρά να ήταν άραγε τα πράγματα – κανείς δεν απαντούσε. Έφθασε το ξημέρωμα για να φύγει.

Περπάτησε μέσα στη νύχτα αναζητώντας ταξί – όχι με ιδιαίτερη επιμονή. Όσο κι αν δυσκολευόταν, εκείνος ο περίπατος στη Βασιλίσσης Σοφίας απεδείχθη σωτήριος. Κάπως όλα τα κομμάτια έμπαιναν στη θέση τους σχηματίζοντας διάφορα σχέδια, όπως οι γραμμές της Νάσκα. Τα τέλεια σχήματα (τετράγωνο, τρίγωνο, τραπέζιο, πεντάγωνο…) δεν ταίριαζαν στην ζωή, η οποία μοιάζει με χιλιάδες ρυάκια που ενώνονται στο ποτάμι.

Όλο αυτό δεν άξιζε. Καμία μέρα υπομονής δεν άξιζε σε εκείνη την εταιρεία. Τα πάντα δικαιολογούνταν ως μια κακιά μέρα, ως τη σπιρτάδα μια δυναμικής προσωπικότητας και κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει αυτό που πραγματικά ήταν· μια κακοποιητική συμπεριφορά.

            Έφθασε στο σπίτι, έκλεισε το ξυπνητήρι. Ξημέρωνε Σάββατο και εκείνες τις δυο μέρες ήθελε να τις περάσει στη γαλήνη του σπιτιού της, στην ζεστασιά του κρεβατιού της, κάτω από τα αστέρια που θα έπεφταν από τους ανοιχτούς ουρανούς της 6ης Ιανουαρίου, γεμίζοντας τη νύχτα ευχές και επιθυμίες.

            Δευτέρα πρωί. Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ, κάθισε στη θέση της ετοίμασε τα μολύβια της και πριν προλάβει να ακουμπήσει τη μύτη του μολυβιού στο χαρτί ξέσπασε σε κλάματα. Δεν είχε προηγηθεί τίποτα. Ήταν όλη η ένταση που είχε συσσωρεύσει και πλέον δεν μπορούσε να τη συγκρατήσει, όσο κι αν το πάλευε.

«Τι έγινε;», τη ρώτησε η μια συνάδελφος από το τμήμα Συσκευασίας που μόλις είχε επιστρέψει από την άδεια των εορτών.

Η Φλώρα απέφυγε να την κοιτάξει. Τα μάτια της παραήταν φλύαρα, αλλά την πρόδωσαν τα χείλη της:

«Τίποτα. Απλώς, νιώθω πως τώρα που όλα τελείωσαν, μού βγαίνει η ένταση. Δεν αντέχω άλλο.»

«Εγώ τόσα χρόνια στην εταιρεία δεν έχω πει ποτέ ότι δεν αντέχω. Πάντα πίστευα πως έχω άλλο λίγο.»

Και η Φλώρα το ίδιο πίστευε τριανταπέντε χρόνια – ότι άντεχε κι άλλο λίγο. Δεν ήξερε ποια ήταν τα όρια της. Ποτέ δεν τα είχε αγγίξει. Ακόμα και για το συναίσθημα της έπρεπε να κριθεί. Ακόμα και ότι λύγιζε, γιατί ο οργανισμός της δεν άντεξε, την έκανε στα μάτια των άλλων λίγη και συναισθηματικά ευάλωτη… στα μάτια των άλλων.

Τα μάτια των άλλων που δεν περπάτησαν ποτέ στα παπούτσια καμίας Φλώρας. Τα μάτια των άλλων που «φαντάζονταν», όμως δεν ζούσαν την ένταση του εκφοβισμού. Τα μάτια των άλλων που τοποθετούσαν, ως νάρκισσοι, τους εαυτούς τους σε θρόνους και κορυφές βουνών, κοιτάζοντας τους άλλους με υπεροψία, επειδή οι ίδιοι βάδιζαν σε δρόμο διαφορετικά στρωμένο. Στα μάτια των άλλων, ακόμα και τα σχέδια της υστερούσαν. Δεν αναγνώριζαν ούτε το ξεχωριστό της ταλέντο. Είχε καταταγεί στο σωρό των ανειδίκευτων εργατών, των ατόμων που δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη και απλώς έκαναν μουτζούρες καθώς μιλούσαν στο τηλέφωνο.

Τα μάτια των άλλων που της ψαλίδιζαν τα φτερά και δήλωναν άγνοια των πράξεων τους. Και ήταν τα ίδια μάτια των άλλων που μόλις τολμούσαν να προσπαθήσουν να χωρέσουν το πέλμα τους στα μοκασίνια της, τους στένευαν, κι ας φορούσε δυο νούμερα μεγαλύτερο παπούτσι.

Τα μάτια των άλλων δεν ανέπνεαν, όταν έπρεπε να περπατήσουν το ίδιο μονοπάτι με εκείνη.  Αυτά τα μάτια των άλλων δεν ανέπνεαν.

            



Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Να Ερωτεύεσαι τον Έρωτα

Να θέλεις οι πεταλούδες στο στομάχι σου να μην έχουν σταματημό.
Να χορεύουν ένα αέναο γαϊτανάκι και να είσαι εσύ ο στύλος που βαστάει τις κορδέλες.
Μην επιτρέπεις στο «σ’ αγαπώ» να δραπετεύσει από τα χείλη και να καταστρέψει τη μαγεία της αναμονής και της επιθυμίας.
Το άγιο κρασί του έρωτα που κυλάει μέσα σου, μεθάει την καρδιά σου - που όσο κι αν πίνεις, τα χείλη σου δεν ξεδιψούν.
Ξηραίνεται το στόμα και αδηφάγα αναζητά τα μάτια που στη σιωπή θα του μιλούν ποιητικά, τα χέρια που απαλά σα σύννεφα θα γλιστράνε στο κορμί και οι πεταλούδες θα συνεχίζουν τον χορό τους μυραίνοντάς σας με ροδοπέταλα.



Ταξίδι Δρόμου με ΚΤΕΛμπους στη Βυζίτσα [Μέρος ΙΙΙ]

 Η περιπέτεια στο νότιο Πήλιο συνεχίστηκε με πεζοπορία προς τις Πινακάτες.

Ο ήλιος έκαιγε και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ήχοι του βουνού. Τα πουλιά, τα φύλλα και τα κλαδιά των θάμνων που ίσα που κουνιούνταν από το ελαφρύ αεράκι και τα τζιτζίκια που γρατζουνούσαν την κιθάρα και τραγουδούσαν για να γοητεύσουν τους περαστικούς. Και όσο η φύση ξεσάλωνε, εμείς – οι μοναδικοί πεζοπόροι – ανεβαίναμε το δρόμο προς το χωριό. Ακολουθήσαμε τον δρόμο γύρω από το βουνό και διαβάζαμε πινακίδες που μας έδιναν ψεύτικες ελπίδες (το εστιατόριο τάδε στα 1000μ, το κατάστημα δείνα στα 900μ…), όμως μη βλέποντας τίποτα στον ορίζοντα, ήμασταν πεπεισμένοι πως πρόκειται για χωριό – φάντασμα, πως ήταν το αστείο των ντόπιων προς τους τουρίστες για να τους βλέπουν να προσπαθούν να φθάσουν σε ένα χωριό που δεν υπάρχει, να ταλαιπωρούνται και να ξεκαρδίζονται, δείχνοντάς τους με το δάχτυλο που ήταν τόσο κορόιδα που πίστεψαν πως πίσω από το βουνό υπάρχει ζωή.

Μας προσπέρασε ένα φορτηγό με τρόφιμα και κάπως αρχίσαμε να ελπίζουμε ότι δεν είναι όλα ένα ψέμα. Έπειτα από αρκετή ώρα πεζοπορίας, ηλεκτρολύτες και λίτρα ιδρώτα, μπροστά μας ήταν ένα αγροτόσπιτο και λίγο πιο πάνω από τη στροφή, ξεφόρτωνε το φορτηγό που μας είχε προσπεράσει… αλλά η πλατεία που είχαμε δει στις φωτογραφίες και τα πέτρινα σπίτια δεν υπήρχαν πουθενά.

Συνεχίζοντας την Οδύσσεια μας, καταφέραμε να βγούμε στην Ιθάκη, και δεν ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε. Να φιλήσουμε τα χώματα, να βεβαιωθούμε ότι όντως βρισκόμαστε στο χωριό και δεν είναι εικαστική εγκατάσταση της Αμπράμοβιτς ή απλώς να ξαποστάσουμε πίνοντας μερικά λίτρα νερό κάτω από τη σκιά ενός δέντρου;

Το χωριό γραφικό. Τα πετρόχτιστα σπίτια, μια βιβλιοθήκη δίπλα στις θυρίδες του ταχυδρομείου, καθαρό και ήσυχο.

Κατεβήκαμε την σκάλα που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού. Καθίσαμε κάτω από τον πλάτανο για να πιούμε έναν καφέ και από τη μαρμάρινη πηγή ανάβλυζε δροσερό νερό.

Ήταν εκείνη η γαλήνη που κάθε φορά με κάνει να αναρωτιέμαι αν η ζωή στην πόλη και όλο αυτό το άγχος, το αέναο τρέξιμο για να αισθανόμαστε πως κάνουμε κάτι σπουδαίο, η ματαιοδοξία του καθενός μας και η στοχοπροσύλωση στην επαγγελματική ανέλιξη, έχουν τελικά τόσο μεγάλη αξία που να προσπερνάμε τη ζωή και τις μικρές χαρές της;

Τέλος