Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Να Ερωτεύεσαι τον Έρωτα

Να θέλεις οι πεταλούδες στο στομάχι σου να μην έχουν σταματημό.
Να χορεύουν ένα αέναο γαϊτανάκι και να είσαι εσύ ο στύλος που βαστάει τις κορδέλες.
Μην επιτρέπεις στο «σ’ αγαπώ» να δραπετεύσει από τα χείλη και να καταστρέψει τη μαγεία της αναμονής και της επιθυμίας.
Το άγιο κρασί του έρωτα που κυλάει μέσα σου, μεθάει την καρδιά σου - που όσο κι αν πίνεις, τα χείλη σου δεν ξεδιψούν.
Ξηραίνεται το στόμα και αδηφάγα αναζητά τα μάτια που στη σιωπή θα του μιλούν ποιητικά, τα χέρια που απαλά σα σύννεφα θα γλιστράνε στο κορμί και οι πεταλούδες θα συνεχίζουν τον χορό τους μυραίνοντάς σας με ροδοπέταλα.



Ταξίδι Δρόμου με ΚΤΕΛμπους στη Βυζίτσα [Μέρος ΙΙΙ]

 Η περιπέτεια στο νότιο Πήλιο συνεχίστηκε με πεζοπορία προς τις Πινακάτες.

Ο ήλιος έκαιγε και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ήχοι του βουνού. Τα πουλιά, τα φύλλα και τα κλαδιά των θάμνων που ίσα που κουνιούνταν από το ελαφρύ αεράκι και τα τζιτζίκια που γρατζουνούσαν την κιθάρα και τραγουδούσαν για να γοητεύσουν τους περαστικούς. Και όσο η φύση ξεσάλωνε, εμείς – οι μοναδικοί πεζοπόροι – ανεβαίναμε το δρόμο προς το χωριό. Ακολουθήσαμε τον δρόμο γύρω από το βουνό και διαβάζαμε πινακίδες που μας έδιναν ψεύτικες ελπίδες (το εστιατόριο τάδε στα 1000μ, το κατάστημα δείνα στα 900μ…), όμως μη βλέποντας τίποτα στον ορίζοντα, ήμασταν πεπεισμένοι πως πρόκειται για χωριό – φάντασμα, πως ήταν το αστείο των ντόπιων προς τους τουρίστες για να τους βλέπουν να προσπαθούν να φθάσουν σε ένα χωριό που δεν υπάρχει, να ταλαιπωρούνται και να ξεκαρδίζονται, δείχνοντάς τους με το δάχτυλο που ήταν τόσο κορόιδα που πίστεψαν πως πίσω από το βουνό υπάρχει ζωή.

Μας προσπέρασε ένα φορτηγό με τρόφιμα και κάπως αρχίσαμε να ελπίζουμε ότι δεν είναι όλα ένα ψέμα. Έπειτα από αρκετή ώρα πεζοπορίας, ηλεκτρολύτες και λίτρα ιδρώτα, μπροστά μας ήταν ένα αγροτόσπιτο και λίγο πιο πάνω από τη στροφή, ξεφόρτωνε το φορτηγό που μας είχε προσπεράσει… αλλά η πλατεία που είχαμε δει στις φωτογραφίες και τα πέτρινα σπίτια δεν υπήρχαν πουθενά.

Συνεχίζοντας την Οδύσσεια μας, καταφέραμε να βγούμε στην Ιθάκη, και δεν ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε. Να φιλήσουμε τα χώματα, να βεβαιωθούμε ότι όντως βρισκόμαστε στο χωριό και δεν είναι εικαστική εγκατάσταση της Αμπράμοβιτς ή απλώς να ξαποστάσουμε πίνοντας μερικά λίτρα νερό κάτω από τη σκιά ενός δέντρου;

Το χωριό γραφικό. Τα πετρόχτιστα σπίτια, μια βιβλιοθήκη δίπλα στις θυρίδες του ταχυδρομείου, καθαρό και ήσυχο.

Κατεβήκαμε την σκάλα που οδηγούσε στην πλατεία του χωριού. Καθίσαμε κάτω από τον πλάτανο για να πιούμε έναν καφέ και από τη μαρμάρινη πηγή ανάβλυζε δροσερό νερό.

Ήταν εκείνη η γαλήνη που κάθε φορά με κάνει να αναρωτιέμαι αν η ζωή στην πόλη και όλο αυτό το άγχος, το αέναο τρέξιμο για να αισθανόμαστε πως κάνουμε κάτι σπουδαίο, η ματαιοδοξία του καθενός μας και η στοχοπροσύλωση στην επαγγελματική ανέλιξη, έχουν τελικά τόσο μεγάλη αξία που να προσπερνάμε τη ζωή και τις μικρές χαρές της;

Τέλος