Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

Δεκαπενταύγουστος

Δεκαπενταύγουστος. Η Μαρουλίτα είχε μείνει μόνη στην πόλη. Ο Βελισσάριος είχε κλείσει καιρό το γραφείο και είχε πάει στο χωριό του. Η τελευταία φορά που απάντησε στο τηλέφωνο ήταν το Πάσχα, όταν τον κάλεσε για να του ευχηθεί:
«Χρόνια πολλά! Χριστός Ανέστη!»
«Αληθώς!»
«Πώς είσαι;»
«Μια χαρά. Ήρθα στο χωριό της μάνας μου. Τι να σου πω, Μαρουλίτα μου… άλλος αέρας εδώ. Το νιώθεις το οξυγόνο σε όλα σου τα κύτταρα.»
«Πόσο θα μείνεις;»
«Μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα. Μπορεί και για πάντα.»
«Τι εννοείς “για πάντα„;»
«Να έρθω στην Αθήνα να κάνω τι; Τα θέατρα έκλεισαν, οι μουσικές σκηνές το ίδιο, τα θεάματα πάνε κατά διαόλου… ποιον θα μανατζάρω και τι θα διοργανώσω; Κουκλοθέατρο στο σαλόνι σου;»
«Κι εγώ;»
«Δε σε φοβάμαι εσένα. Εξάλλου, τι σε αγχώνει; Αν αλλάξουν τα πράγματα, έχω και ίντερνετ και τηλέφωνο, θα σου κλείσω δουλειές εξ αποστάσεως. Άσε να έρθει εκείνη η ώρα και θα τη βρούμε την άκρη.»
«Δεν εννοώ αυτό ακριβώς.»
«Ξέρω. Δεν πέθανα. Θα τα ξαναπούμε από κοντά σύντομα. Αν θέλεις μπορείς να έρθεις κι εσύ εδώ το καλοκαίρι για παραθερισμό. Θα σου αρέσει.»
«Ναι… πώς περνάς εκεί;»
«Τέλεια! Ξυπνάω νωρίς το πρωί, πάω στο περιβόλι φροντίζω τα λαχανικά, ταΐζω τις κότες, κάνω τις βόλτες μου στην πλατεία. Καμιά φορά πάω στο μόλο μήπως καταφέρω και πιάσω κανά ψάρι, αλλά… δε βαριέσαι! Βοηθάω και τον πατέρα μου με κάτι επισκευές που κάνει στο σπίτι. Περνάει η ώρα.»
«Μπράβο, μπράβο! Χαίρομαι που επιτέλους φάνηκες και σε κάτι χρήσιμος.»
«Λοιπόν, πρέπει να σε αφήσω. Θα τα ξαναπούμε. Να προσέχεις.»
«Κι εσύ. Κυρίως, μη φέρεις τους γονείς σου σε δύσκολη θέση. Στις επαρχίες όλα συζητιούνται.»
«Καλά, καλά. Σε φιλώ.», της απάντησε χαμογελώντας.
            Τόσος καιρός και τα ζαρζαβατικά δεν του άφησαν λίγο χρόνο για να μιλήσει ξανά μαζί της. Και εκείνο το «θα τα ξαναπούμε» τι ήταν; Σαν εκείνο το «μη χανόμαστε» που όλοι λένε και κανείς δεν το εννοεί;
            Η μέρα γιορτινή κι ας απαγορεύτηκαν τα πανηγύρια. Η Μαρουλίτα ετοιμάστηκε, έβαλε αντηλιακό, φόρεσε και το ψάθινο καπέλο με την κορδέλα και ξεκίνησε τη βόλτα της από την παλιά της γειτονιά. Εκείνη τη γειτονιά που μοσχομύριζε το αγιόκλημα τα βράδια και οι βουκαμβίλιες κόντευαν να ενωθούν με το γαλάζιο του ουρανού. Τους γείτονες που μερικές φορές παραπονιόντουσαν που τους χαλούσε την ηρεμία με τις πρόβες, αλλά τις περισσότερες έβγαιναν στα μπαλκόνια και τη χειροκροτούσαν. Ανηφόρισε στη Φαλήρου. Πολυκατοικίες από περασμένες δεκαετίας μερικές με περίτεχνες πόρτες στις εισόδους, θυρωρεία που έχουν μείνει ορφανά για χρόνια και τα μεγάλα μπαλκόνια, με αρκετό χώρο για το άπλωμα της μπουγάδας, τις γλάστρες, τη διακόσμηση κήπου και τα άχρηστα αντικείμενα στοιβαγμένα στις γωνίες του μπαλκονιού. Από κάποιο διαμέρισμα ερχόταν η μυρωδιά του κοκκινιστού  μοσχαριού και σε κάποιο άλλο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι έπινε τον καφέ του. Όσο δελεαστική και αν ήταν η επιθυμία κάποτε να μείνουν σε ένα μοντέρνο διαμέρισμα, η νοοτροπία της αυλής δεν βγήκε από μέσα τους και κάπως πέρασε από γενιά σε γενιά και μέχρι σήμερα η ανάγκη για ένα μεγάλο μπαλκόνι με λουλούδια και τραπεζάκι για έναν καφέ, δεν μπόρεσε να αποβληθεί ως συνήθεια. Ένα από τα συστατικά της καθημερινότητας που η Μαρουλίτα λάτρεψε σε εκείνη τη γειτονιά και η νέα της πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική. Η πρόσοψη του διαμερίσματος είχε θέα στη λεωφόρο. Κανένα ενδιαφέρον. Ακόμα και οι γείτονες αδιάφοροι. Είτε έκανε πρόβα είτε όχι, ούτε που τους ένοιαζε. Δεν άκουγε ούτε παράπονα, ούτε χειροκροτήματα. Άνευρη, άοσμη, άγευστη γειτονιά.
            Από τη Μακρυγιάννη ακόμα άρχισε να αποκαλύπτεται ο Παρθενώνας. Κάθισε σε ένα από τα καφενεία. Έβγαλε το βιβλίο από την τσάντα της για να διαβάσει μερικές σελίδες καθώς απολάμβανε τον καφέ της. Σε κάθε γουλιά το βλέμμα της έπεφτε στον Παρθενώνα. Είχε την εντύπωση πως κάθε φορά που περπατούσε κάτω από την Ακρόπολη όλο και κάτι έλειπε από εκείνον τον ναό και εκείνο το πρωί της φάνηκε πολύ λειψός. Εκτός από τα κομμάτια που έβαλε ο Έλγιν στις αποσκευές του, της φαινόταν πώς όλο και κάποια κολώνα ακόμα έλειπε. Έπρεπε να είχε μετρήσει τους κίονες για την επόμενη φορά. Επιστρέφοντας στο σπίτι διαπίστωσε πόσο λάθος ήταν αυτή η παράλειψη.
            Δεκαπενταύγουστος. Μια Αθήνα έρημη. Ακόμα και τα ταξί έμοιαζαν με είδος προς εξαφάνιση. Άλλοι στις παραλίες, άλλοι σε διακοπές και κάποιοι κλειδωμένοι στο σπίτι τους αγκαλιά με το κλιματιστικό. Κι εκείνη σε ένα διαμέρισμα με διακόσμηση ροκοκό, θύμωνε με τον Βελισσάριο που τώρα του ήρθε να παριστάνει τον συνταξιούχο που ασχολείται με τον κήπο για να σκοτώνει την ώρα του. Και όλα αυτά κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιριού που μέσα της δεν ήξερε πότε ακριβώς θα σημάνει το τέλος του. Όταν θα αρχίσουν τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια ή όταν θα μπορεί ξανά να δουλέψει δίχως άγχος για την επιδημία;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου