Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Κάτι Μέρες Με Ομίχλη

Δεν ξέρω να χορεύω (σου το έχω πει;), όμως νιώθω τη μουσική μέσα μου.
Η μουσική έχει το μεγαλείο να σε κάνει να νιώθεις την ψυχή σου σαν μπαλκονόπορτα από εκείνες, τις παλιές, τις ξύλινες με τις γρίλιες, τις φρεσκοβαμμένες – συνήθως τα καλοκαίρια, τις περνούσαν ένα χέρι μπογιά οι νοικοκύρηδες για να στεγνώνουν γρήγορα και να μη φαίνεται η ταλαιπωρία από τον χρόνο και την κακοκαιρία. Έτσι να ανοίγει η ψυχή· διάπλατα σαν μπαλκονόπορτα και να βλέπει πέρα από σένα, πέρα από καθετί οικείο, πέρα… σε έναν ορίζοντα απέραντο. Εκεί όπου σαν πουλί εξωτικό ανοίγει τα πολύχρωμα, μεγάλα του φτερά και χορεύει, όπως οι χαρταετοί την Καθαρά Δευτέρα με τον απαλό άνεμο.
Η μουσική… να ‘ξέρες μονάχα πόσο με λυπεί που δεν παίζω πια.
Οι βόλτες μου ταινίες μικρού μήκους. Σκηνές δίχως λόγια, πλημμυρισμένες από νότες. Ακόμα και ο επαίτης, ο μικροαπατεώνας, ο σνομπ, ο κομψός κύριος που απολαμβάνει τον καφέ του διαβάζοντας την εφημερίδα, η κυρία που συζητά με τη φίλη της και γελάει δυνατά, ο κόσμος σε ένα πολυκατάστημα που αναζητά τα προϊόντα που θα ήθελε να αγοράσει ή απλώς, χαζεύει για να περάσει η ώρα, τα εκθέματα των μουσείων που ταξιδεύουν αέναα και εύχεσαι να μπορούσαν να σου αφηγηθούν τις περιπέτειες τους ανά τους αιώνες, τα αυτοκίνητα που βιάζονται να φθάσουν στον προορισμό τους, εκείνος ο ένας περαστικός που θα περπατάει παράλληλα με σένα και θα βρίζει μόνος του για όσα συμβαίνουν ή μια παρέα “μαριδάκια”, τα οποία αδυνατούν να τραβήξουν το βλέμμα τους από το κινητό τους και πέφτουν επάνω σου, όλοι και όλα κρύβουν μια μουσικότητα.
Η μουσική παντού!
Ακόμα και τις μέρες με ομίχλη, όταν περπατώ δίπλα σε τούτη τη λίμνη, που με μια πρώτη ματιά φαίνεται ως ένα μελαγχολικό τοπίο, κάθομαι στο παγκάκι και την κοιτάζω πιο προσεκτικά. Φαντάζομαι πάνω στα νερά της, να ξεδιπλώνονται παρτιτούρες και δεκάδες μπαλαρίνες να χορεύουν. Να γλιστρούν απαλά ακολουθώντας τη μελωδία,  σα μικρές πεταλούδες που ακροβατούν στις δροσοσταλιές της αυγής και σε ‘κείνο το παραμύθι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, ούτε καλές και σκοτεινές σκέψεις, παρά μόνο η ανάγκη να εντοπίσω την ομορφιά και τη χαρά ακόμα και στις σεκάνς που ουδέποτε υπήρξαν όπως τις ονειρεύτηκα. Να φορέσω τις πουέντ μου και να παρασυρθώ στις “φωνές της άνοιξης”. Να κλείσω τα μάτια, σαν τον άνεμο να πετάξω και, κόβοντας από πάνω μου τα σκοινιά που με αιχμαλωτίζουν σε έναν κόσμο που με έχει κουράσει, να νιώσω εκείνο το maestoso συναίσθημα της πληρότητας που μου προσέφεραν οι ατελείωτες ώρες της ενασχόλησής μου με τις παρτιτούρες ακολουθώντας τη “forza de destino”.
Μόνο να ‘ξερες πόσο με λυπεί που δεν παίζω πια μουσική…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου